Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο 18


ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΠΟ ΓΑΛΑ



Το Κσι Σαγκάρ είναι ένα ζαχαροπλαστείο στη λεωφόρο Σοναρπούρα του Βαράνασι, πολύ κοντά στο ξενοδοχείο μου. Συγκρινόμενο με άλλα παρόμοια καταστήματα στην πόλη αυτή από πλευράς καθαριότητας και εμφάνισης ήταν μακράν εκτός συναγωνισμού. Δεν είχε μύγες κολλημένες στα γλυκά, ίχνος σκόνης στο εσωτερικό, τα σκαλοπάτια έξω σκουπισμένα. Όλες τις φορές που πέρασα, το ζαχαροπλαστείο ήταν πάντα γεμάτο. Πέντε έξι εξυπηρετικοί υπάλληλοι ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις των ντόπιων πελατών. Άλλους τουρίστες δεν είχα δει. Ο ηλικιωμένος κύριος με τα χοντρά πατομπούκαλα στο ταμείο ήταν προφανώς το αφεντικό, φαινόταν από τον επιτακτικό τρόπο που μιλούσε στους υπάλληλους και στο πώς αυτοί τσακίζονταν αδιαμαρτύρητα.
Την πρόσοψη του μαγαζιού καταλάμβανε μια μεγάλη τζαμαρία, στην κρυστάλλινη πόρτα δέσποζε κολλημένο ένα πόστερ ακατάληπτο. Ήταν μια ζωγραφιά με έντονα χρώματα, ινδική τεχνοτροπία, γλυκοχαμογελαστά παχουλά πρόσωπα και έντονα χρώματα. Ο Κρίσνα σαν μωρό (όταν βλέπεις ένα μπλε μωρό, υποθέτεις ότι πρόκειται για τον Κρίσνα, τι να κάνουμε) να παίζει κάτω από το προστατευτικό βλέμμα μιας γυναίκας (της μητέρας του μάλλον) και άλλων λαμπερών θεοτήτων και παραπαστών. Πάνω από το πόστερ μια σειρά από μεταλλιζέ γιρλάντες και με έντονα χρωματισμένα χαρτόνια γραμμένη μια φράση που τα εξηγούσε όλα. Merry Christmas. Με μια ματιά μου ήταν αδύνατο να καταλάβω αμέσως την εικαστική αναφορά στη χριστιανική γιορτή. Μια σκηνή αρκετά μακρινή από την τυπική φάτνη με το Θείο Βρέφος και τους Μάγους και τα μοσχάρια. Και σε ο,τι αφορά τις πολύχρωμες γιρλάντες, μετά από λίγο στην Ινδία παθαίνεις ανοσία σ'αυτά τα διακοσμητικά, τα βλέπεις σχεδόν παντού, δε σου κάνουν καμμία εντύπωση.
Ωστόσο στο μαγαζί δεν πήγαινες να χαζέψεις την αφίσα της πόρτας, να ντερλικώσεις πήγαινες. Βιτρίνες ίσα με τα μπούνια γεμάτες με γλυκάκια διαφόρων ειδών, αραδιασμένα στις λαμαρίνες. Ο αέρας ήταν κορεσμένος με το γλυκερό άρωμα του βουτύρου, χωρίς να λείπει η κανέλα, το σαφράνι, η βανιλια.
Τι να πρωτοδοκιμάσεις; Έδινες στον υπάλληλο να καταλάβει με νοήματα ότι θέλεις ένα από αυτό, αυτό κι αυτό, και εκείνο...Σοροπιασμένα τζαλεμπί στοιβαγμένα σε δίσκους, σουπιέρες με τουλουμποειδή κόλπα πνιγμένα μέσα σε πηχτή κρέμα, διαφόρων λογιών χαλβάδες, μπουκίτσες από κρέμα κατακίτρινη, το σαφράνι είναι σχεδόν παντού. Στα τρία τέσσερα είσαι νοκ αουτ, όση όρεξη και να είχες πριν. Η λιγούρα από τη ζάχαρη, το ghee (ινδικό αγνό βούτυρο) και το σαφράνι πέφτει πάνω σου σαν πηχτή αρωματισμένη χιονοστιβάδα και το στομάχι σου κατεβάζει ρολλά.
Ο λόγος που πήγαινα εγώ στο κατάστημα δεν ήταν τόσο τα γλυκά, όσο τα αλμυρά. Τώρα τι δουλειά είχαν τα αλμυρά μέσα σε ένα ζαχαροπλαστείο, ήταν ένα ερώτημα που ποτέ δεν με απασχόλησε.
Εκεί λοιπόν έβρισκα κάτι ωραία πράγματα τηγανητά σαν κεφτέδες ή καλύτερα σαν μπουρέκια. Υπήρχαν διάφορα είδη, θα πω ψέμματα ότι τα θυμάμαι όλα ή ότι καταλάβαινα πάντοτε όλα τα συστατικά...πατάτα, φακές, ρεβίθια, αρακάς, πιπεριές, τυρί... κρέας πάντως δεν περιείχαν.
Τα μπαχαρικά είχαν την τιμητική τους, σε όλες τις περιπτώσεις και στις συνταγές πέφτανε με τις χούφτες. Επίσης υπήρχε και μια ποικιλία από σάλτσες με τις οποίες μπορούσες να συνοδεύσεις το έδεσμα σου. Όλες, μα όλες φωτιά και λαύρα. Το αποτέλεσμα φυσικά εκτός από πεντανόστιμο (στις περισσότερες περιπτώσεις) ήταν και εκρηκτικό. Πάντα μετά από μερικές μπουκιές, οι γευστικοί σου κάλυκες παίρναν επειγόντως τηλέφωνο την πυροσβεστική, παιδιά καιγόμαστε, στείλτε τα ελικόπτερα.
Ο αγαπημένος μου μεζές στο Κσι Σαγκάρ ( που μάλλον σημαίνει θάλασσα από γάλα) είχε ένα όνομα που όσες φόρες και να το ρώταγα ή ζήταγα να μου το επαναλάβουν, ήταν αδύνατο να ακούσω και να προφέρω. Ξέρω ότι είχε δυο (τρία;) συνθετικά, το τελευταίο ήταν το ''πανίρ'', δηλαδή τυρί. Περιείχε τυρί παχύ λευκό και ανάλατο, από βουβάλι. Ένα μείγμα από τυρί, πολλά μπαχαρικά, χορταρικά και ένας Θεός ξέρει τι άλλο, τηγανισμένο σε λάδι, σερβιρισμένο σε ένα μικρο αλουμινένιο πιατάκι μιας χρήσης, ζεστό και κομμένο σε μπουκίτσες, περιχυμένο με μια εξαίσια γλυκιά και συγχρόνως υπέροχα καυτερή σάλτσα. Κάθε μπουκίτσα συνοδεύεται από ένα μμμμμ απόλαυσης, μισόκλειστα μάτια, μασουλιστά χαμόγελα ευδαιμονίας. Οι υπάλληλοι μας κάνουν χάζι που τα χτυπάμε εκεί επιτόπου και γελάνε, σα να λένε ξέρουμε, είναι ωραίο ε; Να βάλουμε άλλα δυο κομμάτια; Ναι, παρακαλώ άλλα δυο. Και νεράκι.
Όλες τις φορές τα μεζεκλίκια έφευγαν επιτόπου, πλην μιας: την τελευταία μέρα πήρα αυτό το πανίρ μεζεδάκι σε πακέτο για το τραίνο. Και το άνοιξα την κατάλληλη στιγμή. Είχε νυχτώσει πια, κατά πάσα πιθανότητα χάρη στην tourist quota, μοιραζόμουν ένα κουπέ με τρεις ταξιδιώτισσες που δεν ήταν ινδές. Την αρχή είχε κάνει η γαλλίδα με σπυριά καβουρδισμένου καλαμποκιού, μπανάνες και μπισκότα. Η δασκάλα από την Αυστραλία έβγαλε πιτούλες τσιαπάτι και ντομάτα. Η δική μου συνεισφορά τιμήθηκε δεόντως, ως ανεμένετο άλλωστε. Η συνταξιδιώτισσα της γαλλίδας, μια νεαρή ρωσσίδα μας κέρασε κλεφτές γουλιές βότκας, φύλαγε το μπουκάλι για την επόμενη, το κουβαλούσε μαζί της ειδικά για την Πρωτοχρονιά. Προσφέραμε από ο,τι είχαμε στους Ινδούς συνταξιδιώτες που καταλάμβαναν τα καθίσματα κατά μήκος του διάδρομου, απέναντι από το δικό μας κουπέ, αρνήθηκαν ευγενικά. Ο γερός με τη γενειάδα, χαμογελώντας εξίσου ευγενικά μας φίλεψε από ένα μήλο. Ήταν σκοτεινά έξω και ψιχάλιζε από νωρίς. Τα παράθυρα του τραίνου ήταν κλειστά, ωστόσο ο αέρας έμπαινε από παντού. Θέρμανση δεν υπήρχε. Αλλά εμείς ήμασταν κουκουλωμένοι στα ρούχα μας, τα μπαχάρια μας ζέσταιναν από μέσα, η νύχτα προχωρούσε και η κουβέντα ήταν καλή συντροφιά.


1 σχόλιο:

  1. Έλεος Χρηστάκη! Να χάσουμε κανένα κιλό είπαμε, δεν βοηθάς....

    ΑπάντησηΔιαγραφή