Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο 14


WANDERLUST





Η βάρκα είναι γερμένη στο πλάι, με τα ύφαλα της στον αέρα. Στηρίζεται εκεί με μπαμπού χωμένα στη λάσπη της όχθης και στερεωμένα κάτω από την κουπαστή. Το πέτσωμα της είναι φτιαγμένο από φαγωμένο ξύλο, τσόντες και μπαλώματα από λαμαρίνα κάθε χρώματος, προφανώς υλικά από δεύτερο χέρι. Πιτσιρίκια τριγύρω παρατηρούν τους δυο άνδρες που καλαφατίζουν με όσο λιγότερη πίσσα μπορούν το σκαρί. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν κωμικό, πολύχρωμη επιφάνεια τακτικά διάστικτη από μαύρους λεκέδες κάθε δέκα πόντους ή και λιγότερο.
Έχω χάσει το λογαριασμό πόσα τσάγια έχω κατεβάσει από το πρωί. Έχω αράξει εδώ κάτω στη λιακάδα και χαζεύω τον κόσμο τριγύρω. Σάντι σάντι. Μερικά βήματα δίπλα μου, ένα μοσχαράκι χαϊδεύει με τη μουσούδα τη μαμά του και περιμένει από αυτή να του επιστρέψει τη στοργή. Σκηνές ειδυλλιακές. Η αγελάδα με βλέπει που τη βλέπω, αργά αλλά αποφασιστικά έρχεται προς το μέρος μου. Φαγητό δεν έχεις να μου δώσεις μεγάλε βλέπω, αλλά ένα δυο χαδάκια, εε? Άλλο που δε θέλω εγώ, οι παριστάμενοι χαμογελάνε...
Το αγαπημένο μου μέρος στο Βαράνασι ήταν τα ghats. Όλες τις μέρες που έμεινα στην πόλη αυτή, τίποτε δε μου άρεσε περισσότερο από το να παραμένω εκεί μετά την ανατολή του ηλίου. Μου άρεσε να κάνω μια μεγάλη βόλτα κατά μήκος της όχθης, προς τα βόρεια, με την κατεύθυνση του ρεύματος του ποταμού. Ο ήλιος που ανέβαινε σιγά σιγά ήταν ευπρόσδεκτος με τη ζεστασιά που προσέφερε. Η παγωνιά έφευγε λίγο λίγο, έπαιρνε μαζί της και το αδιάβροχο μου, μετά το φλις. Την πρωινή δροσιά αντικαθιστούσε η γλυκιά θαλπωρή της λιακάδας.
Ένιωθα μια παράξενη οικειότητα με το τοπίο. Οι προβλήτες, η περατζάδα, άνθρωποι που έδειχναν να περιφέρονται ανέμελα, το νερό μπροστά μου, οι βάρκες που περνάνε αργά,οι γλάροι που γλιστράνε από πάνω τους, η στεριά απέναντι...πως είναι δυνατό να μου είναι τόσο ύποπτα γνώριμο αυτό το τοπίο, τόσο μακρυά από το δικό μου τόπο? Πώς γίνεται να μου έρχονται στο μυαλό και τα μάτια παρόμοιες εικόνες από άλλα μέρη, όπου το νερό απλά είναι αλμυρό? Περπατάω σχεδόν άσκοπα, βγάζω φωτογραφίες, κάθομαι όταν μου κάνει κέφι, χαζεύω, πίνω άλλο ένα τσάι, συνεχίζω τη βόλτα. Τι ώρα είναι? Ποιος νοιάζεται?
Φτάνω στη Manikarnika. Κάθομαι σε ένα πεζούλι, η ματιά μου βόσκει πάνω στην τελετή αποτέφρωσης που ξετυλίγεται μπροστά μου, ακόμα μια φορά. Ακόμα μια φορά έρχεται κάποιος ντόπιος πρόθυμος να μου εξηγήσει τι συμβαίνει, να μου δείξει πού φυλάνε τα ξύλα, πώς τα ζυγίζουν, πού κρατάνε τους νεκρούς. Ακόμα μια φορά αρνούμαι ευγενικά, εξηγώντας πως τα ξέρω όλα αυτά, δεν με ενδιαφέρουν, με ενδιαφέρει να πιω το τσάι μου ήσυχα. Ακόμα ένας κράχτης θα με προσεγγίσει για να μου πει για το θείο του που έχει κατάστημα με μπαχαρικά, με πολύτιμες πέτρες, με μεταξωτά. Θα μου πει πόσα μπαχαρικά χρειάζονται για να γίνουν οι δυο παραλλαγές του μασάλα τσάι, πώς ξεχωρίζεις τους γνήσιους πολύτιμους λίθους από τις πέτσες, πως μόνο ένα μεταξωτό φουλάρι μπορεί να περάσει μέσα από ένα δαχτυλίδι ενώ το συνθετικό δεν περνάει, πώς διακρίνεται η αληθινή πασμίνα από τη μαϊμουδίσια. Ακόμα μια φορά θα τον ευχαριστήσω λέγοντας πως δεν ενδιαφέρομαι, αν επιμείνει θα του πω ότι δεν μπορεί πάρα να με αφήσει στη ησυχία μου, δεν έχω παρά να σηκωθώ και να ξανακάτσω δυο μέτρα παρακεί. Ακόμα ένας πωλητής θα θελήσει να μου σπρώξει αυτό που δεν ψάχνω, χασίς, όπιο. Ευχαριστώ, όχι. Η φωτογράφηση απαγορεύεται εδώ, έτσι δεν είναι? Σεβαστό λοιπόν, όπως σεβαστή και η βούληση μου να χαλαρώσω πίνοντας το τσαγάκι μου χαλαρά και χωρίς μπίρι μπίρι. Ε, όχι και να χαλάσουμε τα κέφια μας.
Προχωρώντας πιο κάτω στην όχθη, περνάω ένα κτίριο που μου ακούγεται χωρίς καμμία αμφιβολία γνώριμο. Αώο τα μεγάφωνα που έχει στερεωμένα στους τοίχους, βομβαρδίζει το ghat με τους ήχους ενός ζαλισμένου ταμπούρλου και το αργόσυρτο,απελπιστικά αυτοσχεδιαστικό ΤΙΙΚΑΡΑΑΑΜ, ΤΙΚΑΡΑΑΜ, ΤΙΙΙΚΑΑΡΑΑΑΜ, ΤΙΙΚΑΑΑΡΑΑΜ! που μου κράτησε συντροφιά ένα βραδάκι, από τις τρισείμιση το πρωί... Αααα, τα πουλάκια μου, εδώ έχετε τη φωλίτσα σας εε? Και ανοίξατε και παράρτημα στη γειτονιά μου. Περιττό να αναφέρω πως κάθε φορά που περνούσα από αυτό το σημείο (οπού ΠΑΝΤΑ ακουγόταν με αμείωτη ένταση και ζέση η προσευχή αυτή) το χαλαρό μου βήμα έπαιρνε ζωή και άνοιγε...
Η εικόνα των λουομένων με ακολουθεί κατά μήκος της βόλτας, διακόπτεται σποραδικά από αυτή των ανθρώπων που πλένουν ρούχα κοπανώντας τα στις πέτρινες πλάκες, στην ακροποταμιά. Με έκπληξη διακρίνω δυο φιγούρες στην όχθη που δεν κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι καθισμένοι στις φτέρνες τους, ντυμένοι, και φαινομενικά ακίνητοι. Μου προκαλούν περιέργεια, πλησιάζω να δω καλύτερα. Ψαρεύουν. Κρατάνε υποτυπώδεις πετονιές στα χέρια τους, με πρωτόγονη αρματωσιά, όπως διαπίστωσα αργότερα. Τους ρωτάω με νοήματα αν έχουν πιάσει τίποτε, αν η ψαριά τους έχει μικρά ή μεγάλα ψάρια. Ο πιο νέος από τους δυο με ήρεμες κινήσεις τραβάει ένα σκοινάκι που χάνεται στο ποτάμι, μετά από μια δυο οργιές μέσα από το θολοπράσινο νερό διακρίνω ένα παχουλό ψαράκι βουρλισμένο με το σκοινί, λίγο παραπάνω από μεριδιάρικο. Ο νέος έχει φουσκώσει σα γαλόπουλο, το πλατύ χαμόγελο δεν αφήνει περιθώριο για παρεξηγήσεις, είναι πολύ ικανοποιημένος από τη ψαριά ως τώρα. Και συνεχίζει. Το καμάρι είναι φαινόμενο διεθνές, σιγά μην άφηνε την ευκαιρία να κοκορευτεί να πάει χαμένη...Πόζα για φώτο ασφαλώς.
Τα χρώματα στη διαδρομή εναλλάσσονται με γοητευτικό τρόπο. Ένα ghat είναι βαμμένο με το χρώμα της ώχρας και το κεραμιδί. Στο αμέσως επόμενο, λίγα μέτρα παρακάτω, επικρατεί παντού το τυρκουάζ. Νιώθω φαγούρα στο δάχτυλο που έχω στο κουμπάκι της φωτογραφικής, υποκύπτω στον πειρασμό, είναι ακόμα σχετικά νωρίς, τα χρώματα δεν θα βγουν καμμένα. Τραβάω σα δαιμονισμένος, σκεπτόμενος, δε βαριέσαι, πίσω στο ξενοδοχείο θα ξεσκαρτάρω τις άχρηστες, τώρα όμως έχουμε πάρτι.
Το φωτοπάρτυ θα συνεχιστεί και στο επόμενο ghat, αυτή τη φορά χάρη στην παρουσία των ανθρώπων. Στον τουριστικό οδηγό είχα διαβάσει ότι ένα συγκεκριμένο ghat είναι δημοφιλές για τους ταξιδιώτες που έρχονται εδώ από τα νοτιά της Ινδίας. Ε λοιπόν τούτο εδώ είναι το εν λόγω ghat, εδώ γίνεται το έλα να δεις. Γυναίκες με πολύχρωμα σάρι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν μαζικά τα σκαλιά, κρατάνε παγούρια για να πιάσουν νερό από τον ιερό ποταμό, πώς κρατάνε οι γυναίκες εδώ τον αγιασμό σε μπουκαλάκια? έτσι. Μεγάλος συνωστισμός, εικόνες από παζάρι, χωρίς το παζάρι. Γιατί οι λίγοι πλανόδιοι πωλητές που προσφέρουν εικονίτσες και παγουράκια δε δικαιολογούν τέτοια κίνηση. Άλλοι πιστοί πλένονται στην όχθη, άλλοι μπαίνουν μπουλούκι σε μεγάλες βάρκες, άλλοι ξυρισμένοι γουλί κάθονται σταυροπόδι και κάνουν μια τελετή υπό τις υποδείξεις των βραχμάνων, παραδίπλα μια ντουζίνα γυναίκες τραγουδάνε ρυθμικά χορεύοντας έναν κυκλικό χορό και χτυπώντας παλαμάκια. Χαμός. Εντάξει λέω από μέσα μου, άσε τώρα το κουμπάκι της κάμερας, τράβηξες ο,τι τράβηξες, πάμε παρακάτω, τι θα κάνεις?
Παρακάτω τα πράγματα είναι πολύ πιο ήσυχα, ερημικά σχεδόν. Διασταυρώνομαι με έναν άντρα που προχωράει προς το νερό με μια σακούλα γεμάτη ψίχουλα, ακολουθούμενος από ένα πιτσιρίκι. Ώπα εδώ είμαστε λέω, εδώ κάτι παίζει, όχι? Ο άντρας φτάνει στην άκρη της προβλήτας, σε ένα στρογγυλό υπερυψωμένο πλάτυσμα, αφήνει τη σακούλα κάτω, σηκώνει και ανοιγοκλείνει τα χέρια φωνάζοντας ''ΑΑΟΟ!! ΑΑΟΟ!! ΑΑΟΟ!!'' Μετά από μισό λεπτάκι, ο ουρανός πάνω μας έχει γεμίσει γλάρους. Ο άντρας σηκώνει τη σακούλα, βάζει το χέρι μέσα, δίνει και του γιου του, πετά τα ψίχουλα στον αέρα και στο νερό. Της μουρλής. Πανδαιμόνιο από φωνές και φτερουγίσματα. Πλησιάζω, τραβάω φωτογραφίες, τους τις δείχνω. Τους αρέσουν, θα ποζάρουν για περισσότερες. Με παντομίμα τους ρωτάω τι είναι όλη αυτή η διαδικασία, δείχνοντας με νόημα τη σακούλα και τους γλάρους.
-Πις , μου απαντούνε και οι δυο, πις.
-Σα να λέμε προσφορά, πούτζα? Ξαναρωτάω.
-Όχι, όχι πούτζα, πις, απαντούν επίσης μαζί, ο άντρας σοβαρός. Μα τι χοντροκέφαλος είναι τούτος, σκέφτεται σίγουρα. Του λέμε πις, τι πούτζα, τι σχέση έχει το ένα με το άλλο...αλλά τι περιμένεις...
Το ίδιο συμπαθητικό- και καθόλα φωτογενές πιτσιρίκι θα με δει και θα με θυμηθεί δυο τρεις μέρες αργότερα, την ίδια περίπου ώρα, όταν εγώ έκανα την ίδια περίπου βόλτα, με παρέα αυτή τη φορά.
Ήταν σε μια προβλήτα άδεια από πιστούς, λίγο πιο βόρεια, κοντά στη γέφυρα που σηματοδοτεί το τέλος των ghats. Πάνω από τα σκαλοπάτια ένα αρχοντικό που η κατάστασή του γεννούσε απορίες: Το μισό ήταν φρεσκοβαμμένο, περιποιημένο και καθαρό. Το άλλο μισό που αντίκριζε το ποτάμι άγγιζε τα όρια της κατάρρευσης, σοβάδες φαγωμένοι, κουφώματα ξηλωμένα, παράθυρα που χάσκουν. Επάνω του με μεγάλα γράμματα μια επιγραφή. ΝΑNDESHWAR GHAT. Οι μαϊμούδες ανενόχλητες σκαρφαλώνουν και διασχίζουν επιφάνειες άβαφες και φρεσκοβαμμένες με την ίδια αδιαφορία. Οι άνθρωποι με τις υποθέσεις τους, εμείς με τις δικές μας. Δίπλα στο αρχοντικό μια μάντρα σκεπασμένη ολόκληρη από σβουνιές, κολλημένες στον τοίχο να ξεραθούν.
Παρόντες στην προβλήτα ήταν μόνο αυτοί που έπλεναν και άπλωναν τη μπουγάδα και πολλά, πάρα πολλά πιτσιρίκια. Σε αυτή τη γειτονιά δεν πρέπει να είναι και πολύ δημοφιλές το σχολείο. Κρίκετ, χαρταετός, παιχνίδι και γλυκιά ζωή. Είδα λοιπόν έναν μικρο να τρέχει καταπάνω μου φωνάζοντας, γρήγορα κατάλαβα ότι η γνωριμία μας έχει γίνει ήδη, τότε με το πις. Φώτο φώτο φωνάζει με ενθουσιασμό, παίρνοντας ήδη ηρωική πόζα. Δεν αργεί να μαζευτεί γύρω μου ένα παιδομάνι που εναλλάξ ποζάρει και ζητάει να δει το αποτέλεσμα.
Κάθομαι στο πεζούλι. Τι κρίμα, εδώ δεν έχει τσαγάδες. Κάθομαι και χαζεύω τους πιτσιρικάδες που με βαρέθηκαν και γυρίσανε στο κρίκετ. Ένα άλλο τσούρμο παίζει ένα άλλο παιχνίδι, σαν κρίκετ, μόνο που αντί για μπάλα χρησιμοποιούν ένα κουτσουράκι ατρακτοειδές, αφημένο στο έδαφος. Ο παίχτης με ένα έντεχνο χτύπημα στην άκρη, σηκώνει το κουτσουράκι στον αέρα. Κινείται γρήγορα, παίρνει φόρα με το ρόπαλο στα χέρια, πρέπει να το χτυπήσει στον αέρα, πριν πέσει πάλι στο χώμα. ΤΑΚ! Ένας ξερός ήχος αντηχεί στην προβλήτα. Το ρόπαλο πετυχαίνει το κουτσουράκι και το στέλνει μακρυά, πέρα, προς το ποτάμι. Στην προσπάθεια να δω το ξυλαράκι τα μάτια μου δακρύζουν από τον ήλιο που τώρα πια είναι πολύ φωτεινός. Φωνές επιδοκιμασίας. Τέτοιο παιχνίδι πρώτη φορά βλέπω, ούτε που καταλαβαίνω τους κανόνες. Ούτε με ποτάμια είχα ποτέ πάρε δώσε. Γιατί λοιπόν να μου μοιάζει αυτό το μέρος τόσο γνώριμο...

1 σχόλιο: