Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Κεφάλαιο 23



SHANTI SHANTI






Είναι η τελευταία μου ημέρα στο Τζόντπουρ και αποφάσισα να πάρω άδεια. Να αράξω. Νιώθω την ανάγκη να κατεβάσω το ρυθμό μου ένα δυο κλικ. Την χθεσινή μέρα την πέρασα τρέχοντας από εδώ και από εκεί, σαν κουρδιστός, μην και μου ξεφύγει τίποτε από τα αξιοθέατα της πόλης. Σιγά. Κάτι και τα δέκατα που με πριονίζανε κάθε απόγευμα, κάτι και η διάρροια που άρχιζε δισταχτικά να διεκδικεί το ρόλο της στο καθημερινό πρόγραμμά μου, όλα μαζί με κάνουν να θέλω να ξεκουραστώ λίγο.
Να παραμείνω στο ξενοδοχείο όλη μέρα, ούτε λόγος. Δεν είμαι και ετοιμοθάνατος να χάσω την ώρα μου στο δωμάτιο. Επιπρόσθετα, ο κανονισμός του ξενοδοχείου προέβλεπε να αφήσω το δωμάτιο στις εννέα το πρωί. Το σάκο μου τον έχω αποβραδίς έτοιμο, τον εμπιστεύομαι στη μαμά-μαγείρισσα του ξενοδοχείου, και στο δρόμο. Μπροστά μου δώδεκα ώρες χαλαρά και χωρίς πρόγραμμα. Το λεωφορείο που θα με πάει στο Τζάισαλμερ φεύγει στις εννέα και μισή το βράδυ.
Η λιακάδα του Ρατζαστάν είναι το κάτι άλλο. Όπως και στο Βαράνασι, ένιωθα πραγματικά τυχερός που ο ήλιος με κερνάει τη ζεστασιά του, στη μέση του χειμώνα, ειδικά όταν φέρνω στο μυαλό μου τις θερμοκρασίες στην Ευρώπη. Λοιπόν πού μπορώ να απολαύσω τον ήλιο καλύτερα από ότι σε ένα πάρκο, μακρυά από τη φασαρία και τη βουή της πόλης;
Οι Umaid Gardens στο χάρτη φαινόντουσαν πολύ κοντά στην παλιά πόλη, βρίσκονταν σχεδόν εφαπτόμενοι στα τείχη της. Στην πραγματικότητα τελικά αποδείχτηκε πως απείχε αρκετά. Σίγουρα το γεγονός ότι κινήθηκα σε άγνωστη περιοχή έκανε τη διαδρομή να δείχνει μακρύτερη. Ρωτώντας πας στην πόλη, ρωτώντας και στο πάρκο. Χρειάστηκε να μπω στον κόπο να ρωτήσω τρεις τέσσερις φορές, οι άνθρωποι που ρώτησα μου φαινόντουσαν παραζαλισμένοι στη βαβούρα του δρόμου, δεν ήξεραν, δε θυμόντουσαν πού είναι το πάρκο, έμοιαζαν να καταβάλλουν προσπάθεια προκειμένου να θυμηθούν πού στην ευχή μπορεί να έχει κρυφτεί ένας κήπος στην τσιμεντένια ζούγκλα. Κινήθηκα κατά μήκος μιας μεγάλης λεωφόρου που τραβούσε μακρυά από το κέντρο, προς εκεί όπου η πόλη αναπτύχθηκε, με άναρχο τρόπο.
Το στοιχείο που έδινε εδώ τον τόνο ήταν η σκόνη. Στην άκρη του δρόμου σχημάτιζε λοφάκια, θίνες σχεδόν, σαν η έρημος να έχει εισβάλλει στην πόλη και να θέλει να την καταπιεί. Σηκωνόταν στον αέρα, κάνοντάς τον πνιγηρό, καθώς αυτοκίνητα και φορτηγά και τρίκυκλα ορμούσαν προς κάθε κατεύθυνση μαρσάροντας κλάνοντας και κορνάροντας. Λεωφορεία σταματούσαν στις στάσεις, ο εισπράκτορας ξεπρόβαλλε από την πόρτα φωνάζοντας τον προορισμό. Στα πεζοδρόμια ντουζίνες από μπατίρηδες ακόμη κοιμούνται στον ήλιο τυλιγμένοι στις κουβέρτες τους, πάνω στις πλάκες και τα τσιμέντα. Προσπερνώ ένα εμπορικό κέντρο που φυλάσσεται από σεκιουριτάδες με γελοία παράταιρες στολές. Στο ισόγειο κάτι γκομενίτσες με χαμηλοκάβαλα τζην και κοντά μπλουζάκια μπαίνουν χαζογελώντας στα McDonald's. Η γλυκιά ζωή λοιπόν εδώ είναι, όλοι εδώ θέλουν να έρθουν.
Περνάω έξω από δυο κτίρια όπου κάτι μεγάλες ταμπέλες με πληροφορούν ότι πρόκειται για μουσεία. Για να ρίξουμε μια ματιά. Μπαίνοντας στο προαύλιο, ρωτάω ένα μυστακοφόρο άνδρα πού είναι η είσοδος, γιατί εγώ δεν καταλάβαινα πού βρισκόταν. Η είσοδος που έβλεπα φαινόταν σε αχρησία. Ούτε αυτός καταλάβαινε πού είναι η είσοδος του μουσείου στο οποίο δούλευε, ή τουλάχιστον δεν καταλάβαινε τι δεν καταλάβαινα εγώ. Προχωρώ προς την κύρια είσοδο, τη βρίσκω κλειδωμένη. Συνεχίζω στο πλάι του κτιρίου, μπαίνω μέσα. Διάδρομοι με τουριστικές πολυκαιρισμένες αφίσες, πόρτες με ταμπέλες στα χίντι, κλειδωμένες. Περιφέρομαι ασκόπως ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας σκάλες, δοκιμάζοντας κλειδωμένες πόρτες, διασχίζοντας διαδρόμους. Γύρω μου ψυχή. Δημόσιο φορέβερ. Έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι στα ιατρεία του ΙΚΑ και ψάχνω το γιατρό που δεν θα έρθει ποτέ, όλοι την έχουν κοπανήσει από μια υπηρεσία που τυπικά λειτουργεί. Με τα πολλά βρίσκω έναν κύριο καθισμένος σε ένα γραφείο, να ακούει ραδιόφωνο και να είναι απασχολημένος σπρώχνοντας τα μολύβια του το ένα πίσω από το άλλο σαν τραινάκι, ο οποίος χαμογελαστός μου λέει πως ναι, είμαι στο μουσείο, το οποίο όμως είναι κλειστό λόγω εργασιών ή κάτι τέτοιο, όχι, δεν θα ανοίξει σήμερα. Σκέφτομαι πως έχω χάσει δέκα λεπτά από τη ζωή μου στο μουσείο γραφειοκρατικής καρεκλοκενταυροσύνης και δημοσιοϋπαλληλικής κοπάνας. Φεύγω βιαστικά, τινάζοντας την καφκική σκόνη από πάνω μου.
Μετά από ένα μισάωρο περίπου ξεχωρίζω την είσοδο του πάρκου, ανάμεσα στους παρκαρισμένους ταξιτζήδες και τα υπαίθρια λουλουδάδικα. Μέσα, οι εικόνες που βλέπω μου φέρνουν στο μυαλό το Πεδίο του Αρεως στην Αθήνα: γκαζόν, παιδιά (και ενήλικες) με ποδήλατα βολτάρουν στους διαδρόμους ανάμεσα στις πρασιές. Οικογένειες έχουν στρώσει και κάνουν πικ νικ στα χορτάρια. Πιο κάτω πηγαδάκια από ατάραχους άνδρες, μισοξαπλωμένους στα γρασίδια, μασάνε πάαν και μοιάζουν να προσμένουν κάτι να τους τραβήξει την προσοχή, να ασχοληθούν, αν και δεν είναι σίγουρο ότι εκείνο θα έρθει, μάλλον το αντίθετο. Πιτσιρικάδες παίζουν το διεθνώς διαδεδομένο παιχνίδι με τις μπίλιες. Και φυσικά την εθνική εμμονή της Ινδίας, κρίκετ.
Ανάμεσα στα γρασίδια και τα δέντρα και τις πρασιές φιλοξενείται ένας ζωολογικός κήπος. Ο τεράστιος ελέφαντας. Οι κροκόδειλοι. Η αρκούδα. Δεν μπήκα καν στον πειρασμό να τον επισκεφτώ, όχι γιατί τσιγκουνεύτηκα το εισιτήριο, άλλα γιατί ποιος θέλει να δει μια χούφτα ψωριασμένα και μίζερα άγρια ζώα στην αιχμαλωσία, να τριγυρίζουν σα χαμένα πίσω από κάγκελα;
Το μόνο κλουβί που βρισκόταν αφύλακτο, χωρίς εισιτήριο, παραμελημένο και αδιάφορο, ήταν αυτό των πιθήκων. Κάθονται μαραμένοι και ψειρίζονται πίσω από το συρματόπλεγμα. Έμοιαζε κατάρα, σχεδόν ειρωνικό, να είσαι φυλακισμένος πίσω από σίδερα, περιορισμένος σε λίγα τετραγωνικά μέτρα, την ίδια στιγμή που στη χώρα σου ο πληθυσμός των ελευθέρων πιθήκων φτάνει τον πληθυσμό των ανθρώπων, και όταν στην ίδια πόλη κυκλοφορούν ελεύθερα τα ξαδέρφια σου από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Γαμώτο, ήταν ανάγκη να πιάσουν έμενα;
Στο κέντρο του πάρκου στεγάζεται ένα μουσείο ακόμα, το οποίο -τι σύμπτωση- ήταν επίσης επ'αόριστον και μέχρι νεοτέρας κλειστό λόγω εργασιών, ή κάτι τέτοιο. Στους πέτρινους τοίχους του σκαρφαλώνουν και λιάζονται σκανταλιάρικα σκιουράκια με μάτια σα χάντρες. Ευτυχώς για τα ξαδερφάκια του Τσιπ και του Ντέηλ δεν προβλέπονται κλουβάκια στο ζωολογικό κήπο.
Έχω συνηθίσει πλέον στο να με προσεγγίζει κάποιος όταν κάθομαι κάπου ήσυχος ήσυχος και δεν κάνω τίποτε. Τις περισσότερες φορές βέβαια αυτός που με πλησιάζει θέλει κάτι παραπάνω από απλή επικοινωνία, θέλει να μου πουλήσει κάτι. Σπανιότερα αυτό γίνεται απλά για λόγους κοινωνικότητας. Ο Anil αποδείχτηκε τελικά πως ανήκει σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία. Ήμουν χαλαρά απλωμένος σε ένα παγκάκι του πάρκου και ευχαριστιόμουν τη λιακάδα όταν ένας νέος γύρω στα είκοσι ήρθε και μου έπιασε κουβέντα. Δεν είναι σπάνιο κάποιος- συνήθως νέος – να αρχίσει να σου μιλά μόνο και μόνο για να κάνει εξάσκηση στα αγγλικά του. Θεωρείται -και είναι- ένα σημαντικό προσόν, απαραίτητο για οποιοδήποτε ονειρεύεται να κάνει κάτι παραπάνω στην αγορά της Ινδίας από μια χειρωνακτική δουλειά.
Όλοι οι νέοι στην Ινδία θέλουν να γίνουν μηχανικοί, τουλάχιστον οι περισσότεροι με τους οποίους επικοινώνησα εγώ. Αυτό σπουδάζει και ο Anil. Μπορείς να τον κατηγορήσεις για τη φιλοδοξία του; Ασφαλώς όχι. Αυτή την εποχή όλη η Ινδία ανασκάπτεται. Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας ακούγεται εξωπραγματικός, αλλά παντού γίνονται μεγαλόπνοα έργα με εξωφρενικούς ρυθμούς. Ολοκληρώνονται στο μισό χρόνο ή και λιγότερο από αυτόν που θα χρειαζόταν για να ολοκληρωθούν στην Ευρώπη ή αλλού. Είσαι μηχανικός; Συγχαρητήρια, προσλαμβάνεσαι, κέρδισες το εισιτήριο για την πολυπόθητη κοινωνική άνοδο.
Η πρωτεύουσα της πληροφορικής βρίσκεται επίσης εδώ, σε αυτή τη χώρα. Νέοι εξειδικευμένοι σε σχετικούς κλάδους εργάζονται και συντελούν στην άνθηση μιας από τις δυο τρεις πιο υποσχόμενες οικονομίες του πλανήτη. Τι παράδοξο, μια χώρα με τόσο μεγάλες αντιθέσεις, που δείχνει να κινείται με δυο ταχύτητες, με δυο κόσμους που μοιραία αλληλοκαλύπτονται και συγκρούονται. Ο αχαλίνωτος υλισμός, πλάι, ή καλύτερα, επάνω στην πνευματικότητα. Το κοινωνικό χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που τα έχουν όλα και σε αυτούς που δεν έχουν μαντήλι να κλάψουν, κάθε μέρα μεγαλώνει. Σοβαροί λόγοι κοινωνικοί, εθνικοί, θρησκευτικοί, πολιτικοί και ταξικοί ποτέ δεν έλειψαν για αναταραχές και συγκρούσεις. Σε αυτά τα μέρη η ανεκτικότητα με τη μισαλλοδοξία, η οικουμενική συνειδητότητα με τον απροκάλυπτο υλισμό, ο αλτρουισμός με το ωμό μίσος, η ελπίδα με την απελπισία πάνε χέρι χέρι.
Μέχρι να ολοκληρώσει τις σπουδές του ο Αnil, εργάζεται λίγες ώρες την ημέρα σαν ασφαλιστής. Τον κοιτάω καλύτερα, ομορφόπαιδο είναι, καλοχτενισμένα μαλλιά, ζωντανά μάτια, φρεσκοξυρισμένος, αστραφτερό χαμόγελο, τον φαντάζομαι χωρίς τη φόρμα που φοράει σήμερα που είναι Κυριακή και είναι ημέρα σχόλης αλλά με αυτά τα ψόφια κουστούμια των ασφαλιστών: φτου, κούκλος, η επιτυχία προσωποποιημένη. Αυτή η απασχόληση του εξασφαλίζει πάνω κάτω 3000 ρουπίες το μήνα, κάτι λιγότερο από πενήντα ευρώ. Μου εξηγεί πως δεν είναι πολλά, αλλά σαν εισόδημα είναι κάτι ευπρόσδεκτο στην οικογένεια. Όταν γίνει μηχανικός, θέλει να καθαρίζει μηνιαίως είκοσι χιλιάδες ρουπίες, αυτά είναι καλά λεφτά για μισθός στην Ινδία τη σήμερον ημέρα.
Ναι, μένουν όλοι μαζί.
Όχι, δεν είναι παντρεμένος, φυσικά και θα παντρευτεί, αυτός είναι ο προορισμός μας.
Ναι, έχει κοπέλα.
Όχι, δεν είναι αυτή που θα παντρευτεί, τη νύφη του θα την επιλέξει η οικογένειά του.
Ναι, θα συνεχίσει να μένει με τους γονείς του μετά το γάμο.
Όχι, δεν είναι μόνο οικονομικοί οι λόγοι που οδηγούν σ'αυτή τη συμβίωση.
Ναι, η οικογένεια είναι δυνατός θεσμός στην Ινδία.
Όχι, τη γυναίκα του δεν θα την πειράζει που θα ζει με την πεθερά της.
Μιλώντας για όλα αυτά ούτε που κατάλαβα πως παράλληλα η παρουσία μου είχε τραβήξει την προσοχή δυο πιτσιρικάδων γύρω στα δεκαπέντε που έκαναν γύρω βόλτες με το ποδήλατο. Σταμάτησαν μπροστά μας και με έκαναν χάζι ενόσω μιλούσαμε. Ήθελαν και αυτοί να πιάσουν κουβέντα, τα αγγλικά τους όμως δεν ήταν τόσο καλά όσο του Αnil. Ένας φύλακας του πάρκου έρχεται και τα προγκάει, το ποδήλατο απαγορεύεται μέσα στο πάρκο όπως με πληροφορεί ο συνομιλητής μου. Κοινώς στο Τζόντπουρ σαν ποδηλάτης την πάτησες, μπορείς μόνο να οδηγείς στους δημόσιους δρόμους, κινδυνεύοντας να γίνεις κρέας για τους προφυλακτήρες του πρώτου άσχετου οδηγοί στο κυκλοφοριακό χάος της πόλης.
Τα δυο παιδιά απομακρύνονται, για να επιστρέψουν μετά από ένα δεκάλεπτο, όταν πια δεν φαίνεται πουθενά ο φύλακας. Οι δυο τους είναι χαρούμενοι, χαμογελαστοί, σχεδόν γελούν, διασκεδάζουν με τα σχόλια που τους κάνω, ποιος ξέρει, μπορεί να τους φαινόμουν αστείος ένας τουρίστας ξέμπαρκος στο πάρκο. Τους βγάζω φωτογραφία, τους τη δείχνω, πάλι και πάλι. Εκεί να δεις γέλια. Περνάνε από μπροστά μας τα πιτσιρίκια που έπαιζαν παρακάτω με τους βόλους, πλησιάζουν για να δουν τι τρέχει εδώ με τον τουρίστα. Κι άλλες φωτογραφίες, φωνές, πόζες μπροστά στο φακό, γέλια, διαδήλωση. Όταν θα απομακρυνθούν, ο Αnil θα εκφράσει την αποδοκιμασία, που μπροστά τα παιδάκια εξέφρασε εύγλωττα με σιωπή.
-Είναι μουσουλμάνοι, μου εμπιστεύεται.
-Το κατάλαβα, από τα ονόματά τους, απαντώ, ε και;
-Δεν μου αρέσουν οι μουσουλμάνοι. Εγώ είμαι ινδουιστής.
-Και αυτό το κατάλαβα. Γιατί όμως;
-Είναι αγράμματοι. Και τεμπέληδες. Δεν είναι σαν εμάς. Στο δικό μας σπίτι ζούμε επτά άτομα. Στο δικό τους είναι ο ένας πάνω στον άλλο, κάνουνε περισσότερα παιδιά, ζούνε δέκα, δώδεκα άνθρωποι μαζί. Και είναι φτωχοί. Και βρώμικοι.
Προσπάθησα να του εξηγήσω πως δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον για τη φτώχια του. Πως πάντα υπάρχει κάποιος πιο φτωχός, αλλά και πιο πλούσιος από εσένα, αν αυτό έχει κάποια σημασία. Πως αυτές οι γενικεύσεις και οι υπεραπλουστεύσεις περί θρησκειών και μειονοτήτων μπορούν μόνο να οδηγήσουν σε μίσος αναίτιο και μάλλον άδικο. Πως αυτή ακριβώς η κοινωνική διαφοροποίηση πιθανόν να προέρχεται τόσο από πολιτισμικές διαφορές αλλά και από προϊούσες κοινωνικές αδικίες και στερεότυπα. Ωστόσο δεν επέμεινα, δεν είναι εύκολο να αλλάξεις μυαλά και νοοτροπία σε κάποιον που γαλουχήθηκε να αντιπαθεί και να δαιμονοποιεί μια κοινωνική ομάδα σαν αίτιο για τα δικά του δεινά. Τα αυτιά αυτού του καλού ινδουιστή ήταν πεισματικά κλειστά σε τέτοιες ιδέες, τις οποίες σίγουρα είχε ξανακούσει, και που τις είχε απορρίψει σαν μάλλον άσχετες με τη δική του πραγματικότητα και καθημερινότητα. Τι ήξερα εγώ για τα προβλήματά τους, από πού κατέβηκα, ποιος ήμουν; Έκλεισα τα μάτια και έστρεψα το πρόσωπο στο γλυκό ήλιο, που μας ζέσταινε όλους το ίδιο, ινδουιστές και μουσουλμάνους και χριστιανούς.
Αφού χόρτασα ραχάτι στο πάρκο, πήρα το δρόμο της επιστροφής για την παλιά πόλη.






3 σχόλια:

  1. λοιπον με τα σχολια εχει προκυψει ενα θεμα, πολλοι γραφουν και δεν εμφανιζεται, ή δεν γινεται δεκτο, ή δεν ξερουν πώς. στις δυο πρωτες περιπτωσεις, παιδια, δεν μπορω να κανω τιποτε, λυπαμαι. στην τριτη, για να αφησετε σχολιο, πατηστε τη λεξη ''σχολιο'', κκατω απο το κειμενο.
    ευχαριστω ολους για τα καλα λογια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. το κειμενο ειναι τελειο οπως παντα
    σε ευχαριστουμε για αλλη μια φορα που μας ταξιδευεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πρωτη φορα χαζευω και τις φωτογραφιες μαζι με το κειμενο. Το καθιστουν αμεσως γηινο, αφαιρωντας τη μυστηριακη ατμοσφαιρα των λεξεων- θα τις αφησω για το τελος..προτιμοτερος ο ηχος απο την εικονα σε τετοιο κειμενο.
    ξ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή