Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Kεφάλαιο 25

ΤΖΙΝΤΖΕΡ




Ο οδηγός μανουβράρει το τρίκυκλο μέσα από την κίνηση, μέσα από τους σκοτεινούς δρόμους. Του έχω ζητήσει να με πάει στο σταθμό λεωφορείων, του έχω πει ότι φεύγω για τον επόμενο προορισμό μου, το Τζάισαλμερ. Η γαλάζια πόλη και πάλι με τη νύχτα γίνεται σκοτεινή πόλη, η μιζέρια η βρωμιά και η δυστυχία, μακρυά από το τουριστικό κέντρο, κρύβονται μέσα στην ίδια τους τη σκιά. Οι παρίες έχουν ανάψει φωτιές στις άκρες του δρόμου για να ζεστάνουν τα ξυλιασμένα χέρια τους. Ο πνιγηρός καπνός και η θολούρα από τα σκουπίδια και τα πλαστικά που χρησιμοποιούνται σαν προσάναμμα τα καταπίνει όλα. Φτάνουμε στο σταθμό των λεωφορείων, το ρίκσω, με ταρζανική μανούβρα, σταματάει ακριβώς μπροστά στη μεγάλη πύλη του σταθμού, εμποδίζοντας στο τσακ την έξοδο ενός πούλμαν. Σαν από θαύμα δεν τρακάρουμε, είναι ξεκάθαρο πως αυτό ακριβώς ήθελε να κάνει ο ταξιτζής, να σταματήσει το λεωφορείο. Οι δυο οδηγοί ανταλλάσσουν φωνές σε έντονο ύφος, να τα μας λέω από μέσα μου, θα πέσουν και ψιλές σε λίγο. Για να επιβεβαιώσουν την εκτίμησή μου δυο τύποι κατεβαίνουν από το λεωφορείο και έρχονται προς τα μας. Μα όχι, κάνω λάθος, δε θα πέσουν ψιλές μεταξύ τους, σε μένα φωνάζουν. Ταυτόχρονα ο ταξιτζής μου γυρίζει και αρχίζει να μου φωνάζει Τζάισαλμερ, μπας Τζάισαλμερ.
-Τζάισαλμερ; Τζάισαλμερ; μου φωνάζουν οι δυο μάγκες από το λεωφορείο.
-Τζάισαλμερ, Τζάισαλμερ, τους αντιφωνάζω και εγώ. Πέντε άνθρωποι στη μέση του δρόμου επαναλαμβάνουν για μερικά δευτερόλεπτα σαν ηλίθιοι την ίδια λέξη.
-Οκέι, ανέβα, φεύγουμε τώρα για το Τζάισαλμερ, γρήγορα, έχουμε αργήσει.
-Μα το λεωφορείο μου είναι για τις εννέα και μισή, δεν είναι για τώρα, τολμάω να ψελλίσω.
-Έχεις εισιτήριο για κάθισμα;
-Ναι φυσικά, απαντάω απορημένος, σκεπτόμενος, για τι άλλο θα έχω εισιτήριο, για κρεββάτι, ή μήπως όρθιος;
-Έλα έλα, ανέβα, φύγαμε, θα τα βρούμε στο λεωφορείο, θα σου βρούμε και κάθισμα.
Ανεβαίνουμε με το πούλμαν σχεδόν εν κινήσει, αφήνοντας τον ταξιτζή να μετρά χαμογελαστός τις ρουπίες που του έβαλα στο χέρι. Έκανε πάλι σήμερα την καλή του πράξη, βελτίωσε το κάρμα του, με έστειλε στον προορισμό μου δυο ώρες νωρίτερα.
Στο εσωτερικό του λεωφορείου επικρατεί η αναμενόμενη βαβούρα. Είναι η πρώτη φορά που μπαίνω σε ινδικό λεωφορείο. Έχοντας ωστόσο ταξιδέψει και με τραίνο, μέσες άκρες γνωρίζω τι θα βρω μπροστά μου. Από όσο μπορώ να δω είμαι ο μοναδικός τουρίστας ανάμεσα στους επιβάτες, οι υπόλοιποι είναι ντόπιοι. Μιλάνε μεταξύ τους μεγαλόφωνα, ακούνε τη δυνατή μουσική- ντόπιες επιτυχίες από τα μεγάφωνα του λεωφορείου, την ανταγωνίζονται με την παραμορφωμένη μουσική που παίζουν στα κινητά τους, μασάνε πάαν, γελάνε, μασουλανε πιτούλες, κλάνουνε, τα αναμενόμενα.
Πάνω από τα καθίσματα, δεξιά και αριστερά του διαδρόμου, εκεί που συνήθως βρίσκεται ένας χώρος για τις αποσκευές των επιβατών, παρατηρώ πως υπάρχουν διαμορφωμένοι κάτι χώροι σαν μεγάλα ντουλάπια, με φιμέ συρόμενα τζάμια για πόρτες. Προχωρώντας στο διάδρομο διαπιστώνω περί τίνος πρόκειται: είναι κουκέτες, διπλές από την αριστερή μεριά, μονές από τη δεξιά. Μέγιστη εξοικονόμηση του χώρου. Ρίχνω ματιές στο εσωτερικό, άλλωστε δεν μπορώ και να το αποφύγω, είναι στο ύψος των ματιών μου. Ντόπιοι έχουν αράξει ανάσκελα ή σε σταυροπόδι πάνω σε όχι πολύ καθαρά ασφαλώς στρώματα, αφού έχουν ξυποληθεί και ανέβει στην κλίνη τους με κάτι μικρές σιδερένιες σκαλίτσες. Μέσα από το κλειστό φιμέ κρύσταλλο με δυσκολία διακρίνω το λαμπύρισμα μιας καύτρας, οι μάγκες έχουν κλείσει την πορτούλα της κουκέτας, έχουν ανοίξει το πριβέ παράθυρό τους και πουμπώνουν την τσιγαρούκλα τους, σε λεωφορείο που κατά τα άλλα δεν επιτρέπεται το κάπνισμα. Το ύψος του διαμερίσματός τους ίσα που τους επιτρέπει να είναι καθιστοί. Αλλά σε μήκος, μια χαρά, κύριοι απλώστε ελεύθερα την αρίδα σας. Κοίτα τι υπάρχει στον κόσμο, άμα το ήξερα, ίσως να το σκεφτόμουνα να κλείσω κουκέτα στο λεωφορείο. Τελικά γιαυτό και με ρώτησε ο ελεγκτής τι εισιτήριο έχω κλείσει.
Φτάνουμε στη θέση που προορίζεται για μένα. Ο τύπος που κάθεται σε μια από τις δυο θέσεις, σηκώνεται, κάνοντάς μου νόημα να πάρω το κάθισμα δίπλα στο παράθυρο. Νυχτιάτικα και διασχίζοντας την ερημιά του Ρατζαστάν, το παράθυρο λίγα έχει να μου προσφέρει. Επιπλέον η απόσταση ανάμεσα στο δικό μου και το μπροστινό κάθισμα είναι μικρή, υπάρχει στενότητα. Με φαντάζομαι στριμωγμένο και από τις τέσσερις πλευρές , με τα γόνατα διπλωμένα. Δε θέλω να κάτσω στο παράθυρο, θέλω διάδρομο. Πολύ ωραία, φύγαμε, αρχίζω την παράσταση.
Με παντομίμα εξηγώ ότι στην πατρίδα μου έχω μηχανή ( εντάξει μάρκα και μοντέλο δεν ανέφερα) και κάποια στιγμή είχα ένα ατύχημα, τράκαρα και χτύπησα το γόνατό μου. Το καλύτερο δεν ήταν απλά η παντομίμα, φέρνω τα χέρια μπροστά, σφίγγω τις φανταστικές μανέτες της μηχανής. Αυτό που η παρέα γύρω μου γλένταγε -και λέω παρέα γιατί δεν έκανα χαρτί μόνο με το διπλανό μου και τον εισπράκτορα, είχαν γυρίσει αρκετά κεφάλια από ενδιαφέρον για τον τουρίστα με το υποκριτικό ταλέντο- ήταν η ηχητική υπόκρουση: βρουμ βρρουμμ, ιιιιιιικ (φρένο), μπαααμ!!, αααααχ! ωωωωχ! ( μορφασμός πόνου και ταυτόχρονα πιάσιμο γόνατος). Αυτοί λοιπόν, είναι οι λόγοι, εκλεκτοί συνεπιβάτες, δια τους οποίους θα προτιμούσα να κάτσω από την πλευρά του διάδρομου, ούτως ώστε να μπορώ να τεντώνω το λαβωμένο μου γόνατο, που η μοίρα το έφερε και μου είναι αβάσταχτο να το κρατάω λυγισμένο για πολλή ώρα. Ο διπλανός μου δέχτηκε χωρίς κανένα παράπονο. Οι γύρω μου μόνο που δε χειροκροτήσανε το σόου. Τελικά η παράσταση στάθηκε αρκούντως πειστική. Άλλωστε ήταν αληθινή ιστορία. Μόνο που είχα κοπανήσει το άλλο γόνατο.
Πέραν της παντομίμας από νωρίς κατάλαβα πως δεν είχαμε άλλα περιθώρια επικοινωνίας με τους συνταξιδιώτες μου. Εκείνοι δεν ήξεραν αγγλικά, εγώ ούτε μια από τις γλώσσες της Ινδίας. Υπήρχε όμως μια καλή διάθεση, χαμόγελα και από μένα και από αυτούς. Εκείνοι χαμογελούσαν όταν τους προσέφερα τσίχλα, για να μου δείξουν με τα κατακόκκινα και σε άτακτη υποχώρηση ούλα τους ότι ευχαριστούμε τουρίστα, δεν θέλουμε την τσίχλα σου, μασάμε το δικό μας πράγμα, το πάαν μας κρατάει σε εγρήγορση. Εγώ πάλι χαμογελούσα γιατί μου είχε φανεί τουλάχιστον ενδιαφέρον το γεγονός ότι πήρα το λεωφορείο για το Τζάισαλμερ πολύ νωρίτερα από το κανονισμένο δρομολόγιο. Και μάλιστα με ενεργή συμμετοχή του ταξιτζή, που ρίσκαρε τη σωματική του ακεραιότητα- και τη δική μου πλάκα πλάκα -προκείμενου να μη χάσω το πούλμαν. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες είναι πάντα ευπρόσδεκτες.
Περίπτωση να διαβάσω στο λεωφορείο δεν υπήρχε καμμία. Ο φωτισμός ήταν φτωχός και κουραστικός και επιπλέον ο δρόμος συμμετείχε με αξιώσεις στο διεθνή διαγωνισμό λακκούβας, κατηγορία εθνικών οδών. Εκμεταλλεύομαι το νεκρό χρόνο του ταξιδιού και προχωρώ στην απαραίτητη επιδιόρθωση του λουριού της αποσκευής μου. Ψαλίδι δεν έχω, προσπαθώ να κόψω τον ιμάντα με την ανώφελη τελικά βοήθεια του νυχοκόπτη μου. Ο άνδρας που κάθεται στο απέναντι από το διάδρομο κάθισμα, με παρατηρεί σε αυτό που προσπαθώ να κάνω, βγάζει από κάπου ένα λεπίδι, προσφέρεται να με βοηθήσει. Κόψιμο, πέρασμα του λουριού από τη σχισμή, διπλός κόμπος από μέσα, είμαστε έτοιμοι. Αμφότεροι χαμογελάμε με το ευτυχές αποτέλεσμα της συνεργασίας μας. Αλληλεγγύη μεταξύ συνταξιδιωτών.
Η κόρνα του λεωφορείου κατά τα φαινόμενα ήταν συνδεδεμένη με το πετάλι του γκαζιού: όσο προχωρούσε το όχημα, κόρναρε. Αλλά τελικά δεν ήταν αλήθεια, γιατί κόρναρε και σταματημένο.
Κόρναρε γενικώς. Απότομα γκάζια, σταματήματα, σφήνες, κοψίματα του τιμονιού λες και είναι παπάκι, δημιουργική οδήγηση. Και από θέση ισχύος, όσο πιο μεγάλο είναι ένα όχημα στους δρόμους αυτής της χώρας, τόσο πιο δίκιο έχει σε θέματα προτεραιότητας.
Το σκηνικό έξω από το λεωφορείο μπορούσα μόνο να το μαντέψω,. Εκτός από τα λίγα μικρά χωριά που διασχίσαμε, σκοτεινά κι αυτά, η υπόλοιπη διαδρομή ήταν βουτηγμένη στην πίσσα της νύχτας. Μόνα φώτα οι προβολείς από τα οχήματα της αντίθετης κατεύθυνσης.
Το λεωφορείο σταματάει, όχι λόγω κίνησης ή έργων ή κάποιας κατεβασμένης μπάρας έλεγχου στο δρόμο, αλλά κανονικά, στάση για ξεμούδιασμα. Κατεβαίνω και εγώ με τους υπόλοιπους, να ξεκουραστώ όρθιος, που είμαι τόση ώρα καθιστός, να τεντώσω και το λαβωμένο μου γόνατο. Διαπιστώνω ότι τελικά δεν είμαι ο μόνος τουρίστας στο λεωφορείο, πίσω πίσω καθόταν και ένα ζευγάρι από την Ιταλία. Οι κακόμοιροι είχαν μια μόνιμη έκφραση αποστροφής στα πρόσωπα τους, κοίταζαν γύρω τους με απροκάλυπτη αηδία. Έδειχναν να μην ήθελαν να ακουμπήσουν πουθενά, μη τυχόν και βρωμιστούν, μασούλαγαν τα κρακεράκια τους και πίνανε το νερό τους. Η στάση του λεωφορείου ήταν μια σειρά από παραγκομάγαζα, παραταγμένα με αποκλειστικό σκοπό να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους επιβάτες. Εδώ τηγανίζανε νταλ, δίπλα ετοίμαζαν τσάι, παραδίπλα έβραζαν γάλα σε ένα μεγάλο καζάνι και το σέρβιραν θεαματικά σε ποτήρια, χύνοντάς το με μια κουτάλα από ψηλά, παρακάτω πουλούσαν πάαν. Και όλα κάτω την εκκωφαντική μουσική υπόκρουση της παράγκας που πουλούσε πειρατικές κασσέτες με ινδική μουσική. Προχωράω προς τον τσαγά προκείμενου να πιω ένα μασάλα τσάι για να ζεσταθώ. Από την πρώτη γουλιά καταλαβαίνω πως το τσάι αυτό είναι διαφορετικό από όσα μου έχουν προσφέρει ως τώρα. Είναι εξαιρετικά πικάντικο, καίει τον ουρανίσκο και το λαιμό καθώς κατεβαίνει. Είναι το τζίντζερ που κάνει τη διαφορά. Ο τσαγάς πετάει στην κατσαρόλα με το τσάι ένα χοντρό κομμάτι φρέσκιας ρίζας τζίντζερ αφού πρώτα το κοπανήσει καλά για να βγει το άρωμά του. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά υπέροχο, το γλυκό, καυτό, λιπαρό τσάι απογειώνεται με αυτό το μπαχαρικό, το νιώθεις να σε ξυπνά και να σε τονώνει στη στιγμή. Οι άλλοι επιβάτες, όσοι δίπλα μου απολαμβάνουν το τσάι από το ποτήρι τους, βλέπουν την αντίδρασή μου, χαμογελώντας γνέφουν καταφατικά, είναι καλό, χειρονομούν σφίγγοντας τη γροθιά τους, σε κάνει δυνατό αυτό το τσάι.
Ρωτάω έναν ντόπιο πού είμαστε. Δεν με καταλαβαίνει. Πάμε πάλι με τα νοήματα. Του δείχνω προς την κατεύθυνση από όπου ήρθαμε, εκεί Τζόντπουρ, οκέι; Μετά του δείχνω την κατεύθυνση που πάει το λεωφορείο, εκεί Τζάισαλμερ, εντάξει; Του δείχνω τέλος το χώμα, εδώ μεγάλε, αυτό το μέρος πώς το λένε;
-Πόκραν, Πόκραν...
Από όσο μπορούσα να δω από τη στάση του λεωφορείου, ήταν μια πόλη στη μέση του πουθενά.
Αργότερα θα μάθω ότι αυτή η πόλη του Ρατζαστάν, χτισμένη στη μέση της ερήμου Ταρ, έχει τη δική της θέση στην ιστορία της σύγχρονης Ινδίας. Σε αυτό το απομακρυσμένο μέρος έγιναν οι δοκιμές των πυρηνικών όπλων της Ινδίας, τοποθετώντας τη ανεπιστρεπτί στο χάρτη των κρατών που διαθέτουν πυρηνικά όπλα. Οι πυρηνικές εκρήξεις που έγιναν εδώ, στη μέση της ερήμου, χάρισαν ένα παράξενο χαμόγελο στα κατακόκκινα από τα μπέτελ χείλη των Ινδών. Δεν έχουμε βρακί να βάλουμε, αλλά είμαστε πυρηνική υπερδύναμη.
Ήταν ώρα να ανεβούμε και πάλι στο λεωφορείο. Τα αρωματικά στικ που είχε ανάψει ο οδηγός στο ταμπλώ, σαν προσφορά μπροστά στην εικονίτσα της προστάτιδος θεότητας για τις εθνικές οδούς, για τις λακκούβες και για τα σκασμένα λάστιχα, είχαν καεί και αρωματίσει το λεωφορείο. Ήταν η δική μας σειρά, των επιβατών, να αρωματίσουμε τον αέρα του πούλμαν, για άλλες τρεις ώρες ακόμα. Συνολικά έξι, για τα περίπου τριακόσια χιλιόμετρα, από τη Γαλάζια, ως τη Χρυσή Πόλη.