Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Κεφαλαιο 2



ΣΤΟ ΒΑΡΑΝΑΣΙ



Στο Βαράνασι μακροσκοπικά είναι εύκολο να προσανατολιστεί κανείς. Aπο νότο προς βορρά κυλά ο Γάγγης. Ανατολικά του δεν υπάρχει τίποτε, ή σχεδόν τίποτε. Οοοολα λοιπόν είναι μαζεμένα και παραταγμένα στη δυτική του όχθη. Ως εδώ καλά. Τώρα,αν είσαι σε κάποιο σημείο Α της πόλης και θες να πας σε κάποιο άλλο σημείο Β, και το σημείο Β ΔΕΝ είναι ακριβώς επάνω στην όχθη του Γάγγη, την πάτησες, λυπόμαστε πολύ. Οι δρόμοι τα δρομάκια και τα μονοπάτια είναι αμέτρητα, δεν υπακούν σε κανένα γραμμένο ή άγραφο κανόνα ρυμοτομίας, πολεοδομίας, γεωμετρίας ή έστω απλής λογικής. Ελίσσονται, στρίβουν χωρίζονται και ξανασμίγουν με έναν υπνωτιστικό αλλά και αποπροσανατολιστικό τρόπο. Μπορείς να ακολουθήσεις τη διαδρομή ΕΝΟΣ μακαρονιού σε ένα πιάτο καρμπονάρα? Σημεία αναφοράς, υπάρχουν πολλά. Άπειρα για την ακρίβεια, γιαυτό και άχρηστα. Ποιο σημείο να βάλεις σημάδι, όταν το τοπίο σε βομβαρδίζει με ερεθίσματα κάθε είδους από παντού, ποιο θα θυμηθείς, ποιο δε σου χρειάζεται και πρέπει να το ξεχάσεις? Όσο για ταμπέλες, ου, αμέτρητες, και όλες γράφουν πάνω κάτω τα ίδια, τις περισσότερες φορές στα χίντι. Οπότε πας ρωτώντας, ή μαντεύοντας, ή ακόμα καλύτερα, πηγαίνοντας. Κάποια στιγμή θα περάσεις από έξω από κει που θες να πας, πού θα πάει, χαλάρωσε.
Το ξενοδοχείο μου απείχε σε ευθεία γραμμή περίπου 200 μέτρα από τα ρυπαρά νερά του ιερού ποταμού, αν ήξερες, πήγαινες σε 5 λεπτά. Τις 7 8 μέρες που έμεινα στο Βαράνασι, νομίζω πως έκανα την ιδανική διαδρομή μόνο μια φορά, στις αρχές μάλιστα, από σύμπτωση(η τύχη του πρωτάρη...). Όλες τις άλλες φορές που ανέβηκα ή κατέβηκα στο ποτάμι, η τύχη πήρε τα πράγματα στα χέρια της. Και βέβαια το να βρεις το ξενοδοχείο από το ποτάμι ήταν μια αποστολή από μόνο του. Δεν γινόταν να θυμηθείς πού να στρίψεις, που να μην στρίψεις (αυτά τα δυο μπερδευόντουσαν συνέχεια!), συχνά κατέληγες σε αυλές αδιέξοδες ή έκανες κύκλο. Έπιανα τον εαυτό μου να βάζει τα λάθος σημάδια. Οι αγελάδες δεν είναι καλά σημάδια, γιατί κουνιούνται. Ούτε τα σκατά είναι καλό σημάδι, γιατί υπάρχουν παντού. Έτσι λοιπόν το παίρνεις απόφαση ότι δε βιάζεσαι να πας στο ξενοδοχείο(ευτυχώς στο Βαράνασι είχα την εύνοια της διάρροιας...) και απολαμβάνεις την εξερεύνηση της άγνωστης περιοχής. Μισή ώρα? Μισή ώρα.
Υπάρχουν πόλεις που κάθε γωνιά τους, κάθε πέτρα στο δρόμο έχει ποτίσει από Ιστορία. Κάθε κόγχη στον τοίχο έχει να σου εμπιστευτεί κάτι, από το κοντινό ή μακρινό παρελθόν, νιώθεις ότι εδώ κάτι έχει γίνει. Πολλοί είμαστε τυχεροί που ζούμε σε μια τέτοια πόλη, την Αθήνα. Άλλες πόλεις που μου έχουν δώσει αυτή την αίσθηση ήταν η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, στην Ελλάδα η Ρόδος, τα Χανιά. Αυτή η αίσθηση δεν έχει να κάνει με το πόσο καλοσυντηρημένα είναι τα μνημεία της, ούτε με το πόσο βρώμικη ή περιποιημένη τυγχάνει όταν είμαστε εκεί, αυτό είναι μάλλον αδιάφορο.
Λοιπόν το Βαράνασι μου έδωσε μια κάπως διαφορετική αίσθηση. Δεν έχει να κάνει μόνο με τη βρώμα που κυριαρχεί παντού, που πατινάρει τα πάντα, τους τοίχους, τα ρούχα και τους ανθρώπους. Δεν έχει να κάνει μόνο με τα σκουπίδια που γίνονται βουναλάκια και τα σκατά που δίνουν τον τόνο παντού, από αγελάδα, πίθηκο, σκύλο ή άνθρωπο. Δεν έχει να κάνει μόνο με τους ίδιους τους ανθρώπους, που ζούνε παστωμένοι στις κλειστοφοβικές τρύπες τους ,πέρα από τα όρια της ανέχειας και με την υγιεινή σαν άγνωστη λέξη. Η αίσθηση που εγώ προσέλαβα, σχετίζεται με όλα αυτά, αλλά κυρίως με τη βεβαιότητα ότι αυτό που συμβαίνει μπροστά μου, αυτό το εντελώς αλλοπρόσαλλο και πολυδιάστατο δρώμενο που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου, συμβαίνει ίδιο και απαράλλαχτο, με ουσιαστικά καμμία παρέκκλιση, εδώ και αιώνες. Συνειδητοποιώ πως είμαι μάρτυρας σκηνών μιας καθημερινότητας όπως συνέβαινε αιώνες πριν, με φιγούρες βιβλικές. Σκηνές με φορτίο πνευματικό βαρύ,ή απλά σκηνές καθημερινής διαβίωσης. Η τεχνολογία δεν υπάρχει, η γνώση όπως την εννοούμε στη δύση είναι ξένη, εδώ είναι ένα με την Πίστη. Είναι αυτή η διάσταση που κάνει το χάσμα ανάμεσα στον τρόπο σκέψης που επικρατεί στον αναπτυγμένο κόσμο και την πραγματικότητα αυτής της της χώρας απροσπέλαστο. Φοβάμαι πως ένας άνθρωπος από τη δύση μπορεί να περάσει χρόνια στην Ινδία και τελικά να μην μάθει σχεδόν τίποτε από αυτή την πραγματικότητα, ούτε από τον τρόπο που ο κόσμος βλέπει τα πράγματα, πόσο μάλλον ένας τουρίστας που την κοπάνησε από τη δουλίτσα του για 18 μέρες για να πάει στην Ινδία. Πραγματικά, στην Ινδία,και ακόμα πιο έντονα στο Βαράνασι, από την πρώτη στιγμή, μαζί με τη γοητεία αυτού του νέου για μένα κόσμου, είχα τη βαθιά συναίσθηση πως μόνο να ξύσω την επιφάνεια του μπορούσα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου