Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Κεφάλαιο 22



ΟΣΕ ή ΚΤΕΛ;


Την προηγούμενη ημέρα, την πρώτη μου κιόλας στο Τζόντπουρ, είχα προνοήσει να προμηθευτώ το εισιτήριο που θα μου εξασφάλιζε τη συνέχεια της πορείας μου στην Ινδία. Δεν ήταν ότι η πόλη δεν μου άρεσε, ίσα ίσα. Απλά, κάτω από τα συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια, έκρινα πως δυο γεμάτες ημέρες αρκούσαν για να μου δώσουν μια καλή εικόνα του τόπου αυτού.
Είχα περιπλανηθεί λοιπόν στα στενά και τους δρόμους του Τζόντπουρ. Προορισμό μου είχα το σιδηροδρομικό σταθμό, ωστόσο είχα αφήσει τον εαυτό μου να χαθεί, έφτασα εκεί που ήθελα μετά από περισσότερη ώρα από ότι χρειαζόταν. Ήθελα να δω πώς είναι αυτή η γαλάζια πόλη, από μέσα.
Πρώτα από όλα ήθελα να δω από κοντά εκείνη τη λίμνη που υπήρχε μέσα στην πόλη. Την είχα πρωτοδεί από ψηλά, από την ακρόπολη, κοιτώντας προς την πόλη από τα τείχη του φρουρίου. Μια τεχνητή παραλληλόγραμμη χαβούζα, με μήκος καμμία τριακοσαριά μέτρα, με μια γέφυρα στη μέση και ένα ροζ μέγαρο να ορίζει τη μια της πλευρά. Την είχα σχεδόν προσπεράσει χωρίς να το αντιληφθώ, τίποτε στο αστικό περίγυρο δεν μαρτυρούσε την ύπαρξή της. Παρ'οτι ήταν στο κέντρο της πόλης, έπρεπε να ρωτήσω δυο τρεις φορές για να την εντοπίσω. Σε ένα κομμάτι της όχθης, τα πλατιά σκαλοπάτια που φτάνουν βαθμηδόν στην επιφάνεια θυμίζουν τα ghats του Γάγγη. Να έχει άραγε και εδώ την ίδια χρήση το νερό όπως και στο Βαράνασι; Δε θα με εξέπληττε αν μου έλεγαν ότι εδώ γίνονται και οι αποτεφρώσεις των νεκρών...
Στην άκρη της όχθης ένας άντρας πλένει τα ρούχα του. Η επιφάνεια του νερού δίπλα του είναι σχεδόν πηγμένη από σκουπίδια που επιπλέουν. Προχωρώ κατά μήκος της προβλήτας, ανάμεσα σε αγελάδες που περιφέρονται αναζητώντας κάτι να μασουλήσουν. Στα πέτρινα παγκάκια καθισμένοι μπαρμπάδες κάθονται αδρανείς, απορροφούν το ζεστό ήλιο του Ρατζαστάν. Διασταυρώνομαι με μαθήτριες που γυρίζουν από το σχολείο, σε παρέες, φορώντας την κόκκινη σχολική τους εμφάνιση.
Διασχίζω τη γέφυρα, χαζεύω το νερό, τον αντικατοπτρισμό των κτιρίων στην επιφάνεια της λίμνης. Ανάμεσα στα σκουπίδια βλέπω μεγάλα κοπάδια από παχουλούς κυπρίνους που τεμπελιάζουν, σχεδόν ακίνητοι στο ζεστό σκουροπράσινο νερό.
Απομακρύνομαι από τη λίμνη για να περιπλανηθώ στους εμπορικούς δρόμους της παλιάς πόλης. Κύριο μέλημά μου είναι να μη με πατήσουν τα αυτοκίνητα και τα τρίκυκλα που περνάνε ξυστά από τον ώμο μου. Τόσες μέρες στην Ινδία και δεν έχω συνηθίσει την ινδική προσέγγιση στην οδήγηση και τη μετακίνηση στους δρόμους, είτε πεζός, είτε εποχούμενος. Κινούμαι ανάμεσα σε πάγκους , σε απλωμένα εμπορεύματα και τρίκυκλα, κοιτάω καλά μπρος και πίσω πριν αλλάξω πεζοδρόμιο. Πεζοδρόμιο; Α ναι, λάθος, πεζοδρόμια δεν υπάρχουν. Την εικόνα συμπληρώνουν οι πανταχού παρούσες αγελάδες, οι οποίες λειτουργούν σε διαμετρικά αντίθετους ρυθμούς, για αυτές όλα επιτρέπονται. Οι πλανόδιοι μανάβηδες τους πετάνε πρασινάδες για μεζεδάκι, ή για να τις τραβήξουνε πιο πέρα από το πόστο τους. Η εικόνα που παρουσιάζεται μπροστά μου συχνά θολώνει από τα καυσαέρια ή την κάπνα από τους πωλητές ξηρών καρπών, που ζεσταίνουν τα φυστίκια με ένα πήλινο δοχείο που μέσα του σιγοκαίγεται σβουνιά.
Ο δρόμος μου περνά κάτω από μια πύλη, εδώ προφανώς βρίσκεται το όριο της παλιάς πόλης. Βγαίνω από την πύλη και παίρνω το ανηφορικό δρόμο κατά μήκος του τείχους, από την απέναντι μεριά ξεκινά η οικεία αναρχία των μαχαλάδων με τις παράγκες και τα φτωχόσπιτα. Περπατώ προσπαθώντας να προσέξω πού και τι πατάω, ο χωματόδρομος είναι γεμάτος με βοϊδόσκατα και απόνερα υπόπτου προελεύσεως.
Προσπερνάω μια παρέα από μαθητές οι οποίοι μου εύχονται φωναχτά Happy New Year! ( ήταν ακόμη Πρωτοχρονιά). Βλέποντάς με να συνεχίζω το δρόμο μου προσπαθούν εν χορώ να με αποτρέψουν να συνεχίσω. Όταν τους ρωτήσω το λόγο, οι μόνες λέξεις που πέρασαν τα εμπόδια της άγνωστης γλώσσας ήταν το danger, no, danger... Αναρωτήθηκα αν πραγματικά θα διέτρεχα κάποιο κίνδυνο συνεχίζοντας τη στράτα μου, μου φάνηκε απίθανο. Γιατί όμως να προκαλέσουμε την τύχη μας; Προφανέστατα τα παιδιά κάτι ξέρανε που δεν μπορούσαν λόγω γλώσσας ή δεν ήθελαν να μου πουν. Ο τόνος τους πάντως δεν άφηνε πολλά περιθώρια, δε μου συνιστούσαν απλώς να αλλάξω δρόμο, ανοιχτά με απέτρεπαν να συνεχίσω προς τα εκεί... Ούτως ή άλλως, η ίδια η παλιά πόλη ακόμη με περίμενε να την εξερευνήσω, το ίδιο άγνωστη με το μαχαλά έξω από τα τείχη. Άκουσα την παραίνεση των πιτσιρικάδων και άλλαξα τη ρότα μου.
Την περιπλάνησή μου στην παλιά πόλη σηματοδότησαν σε μεγάλο βαθμό τα πολυάριθμα κτίρια που ήταν βαμμένα γαλάζια. Το χρώμα των σπιτιών δεν μπορούσε να κρύψει τα φτωχά μέσα των ανθρώπων, ωστόσο έδινε μια ευχάριστη στο μάτι όψη. Δεν ήταν όλα στον ίδιο τόνο χρώματος, μερικά ήταν βαμμένα ακόμη σε ανοιχτούς τόνους του πράσινου. Πολλά πάλι ήταν ρημαγμένα, αφημένα στην τύχη τους. Όπως και να είχε πάντως, ήταν δύσκολο να μη γοητευτώ από αυτό που έβλεπα. Τα σοκάκια που ακολουθούσαν πορείες καμπύλες, τα καφασωτά παράθυρα, τα μπαλκόνια με τις γύψινες διακοσμήσεις, οι έντονα βαμμένες σιδερένιες πόρτες, μαγνήτιζαν τη μάτια. Η αναρχία που διακρινόταν στις εσωτερικές αυλές, μέσα από τις καγκελόπορτες, τα μοτοποδήλατα παρκαρισμένα με παπατζίδικο τρόπο στα πιο απίστευτα σημεία, οι σποραδικές θρησκευτικές ζωγραφιές στους τοίχους, τα ζιζάνια που ξεφυτρώνουν από τις ρωγμές των τοίχων, η φαινομενική ακαταστασία και φτώχια στο εσωτερικό των μικρών δωματίων, όλα αυτά έδιναν μια γήινη, ανθρώπινη διάσταση στο τοπίο.
Αρκετά ήταν τα θεαματικά παλιά αρχοντικά που αντίκρισα περιπλανώμενος σαν χωρίς σκοπό και πρόγραμμα. Αυτά τα κτίρια, τα haveli όπως αλλιώς λέγονται, στέκονται στο Τζόντπουρ, άλλα σε καλή κατάσταση, τα περισσότερα ρημαγμένα, σαν μοναχικά απομεινάρια άλλων εποχών. Εποχών που η πόλη βρισκόταν στην ακμή της, όντας σημαντικός σταθμός εμπορικών δρόμων. Το εμπόριο οπίου, μπαχαρικών και χαλκού μεταξύ άλλων, επέτρεψε σε ντόπιους να έχουν την ευχέρεια να χτίσουν αρχιτεκτονικά στολίδια, χωρίς να λογαριάσουν το κόστος. Την εποχή των παχιών αγελάδων, ο τόπος αυτός πρέπει να έδειχνε μαγικός. Τότε μήπως δεν υπήρχε η χαώδης οικονομική ανισότητα που χαρακτηρίζει την τωρινή κοινωνική διαστρωμάτωση του Ρατζαστάν; Φυσικά και υπήρχε. Απλά, κατά τα φαινόμενα, οι τότε λεφτάδες και μαχαραγιάδες είχαν καλύτερο γούστο, επένδυαν περισσότερα στο όμορφο και την τέχνη, γεγονός που αντικατοπτριζόταν και στην εικόνα της πόλης.
Αλίμονο, οι μέρες των παχιών αγελάδων έχουν παρέλθει, την θέση τους πήραν άλλες ψωριάρες και κοκκαλιασμένες, που ειρήσθω εν παρόδω, επί του παρόντος αποτελούν το πιο σταθερό σύστημα διαχείρισης απορριμάτων. Πολλά από τα διακοσμητικά στοιχειά των αρχοντικών, γύψινα, ξυλόγλυπτα, θυρόφυλλα, παράθυρα, έχουν από παλιά ξηλωθεί για να πωληθούν σε τουρίστες. Τα κενά χάσκουν στα ξεφλουδισμένα ντουβάρια.
Η πόλη παραμένει ζωντανή και πάλλουσα. Πιτσιρίκια μου φωνάζουν hello! από μακρυά, με πλησιάζουν και μου ζητάνε με μάτια που γυαλίζουν να τα βγάλω φωτογραφία. Γυναίκες πλένουν με νερό και σκούπα τις εισόδους των σπιτιών, από μέσα έρχεται ινδική μουσική από παλιά τρανζίστορ. Σε μια μικρή πλατεία, καθισμένοι κατάχαμα γύρω από μια πατανία, άνδρες απορροφημένοι παίζουν χαρτιά.
Βγαίνω από το λαβύρινθο, ο δρόμος τελικά με οδηγεί στη λεωφόρο που περνά μπροστά από το σιδηροδρομικό σταθμό. Όπως είχα υποθέσει την πρώτη φορά που περπάτησα το μέρος αυτό, σε αντίθεση με τη νεκρική ησυχία της νύχτας, την ημέρα εδώ γίνεται χαμός. Καυσαέριο και κόρνες από ατελείωτες φάλαγγες οχημάτων, κόσμος μιλιούνια κινούνται ανάμεσα στα πηγμένα οχήματα, μπαινοβγαίνουν στα μικρομάγαζα.
Για πολλοστή φορά παρατηρώ κρεμασμένο στην πόρτα των μαγαζιών ένα παράξενο χαϊμαλί: μια σειρά από πράσινες μικρές πιπεριές, από εκείνες τις δολοφονικές, με ένα μικρο λεμονάκι, περασμένα όλα σε κλωστή και κρεμασμένα σε περίοπτη θέση της εισόδου της παράγκας. Μπορώ μόνο να μαντέψω τι εξυπηρετεί αυτό το κρεμαστάρι: προστατεύει μάλλον από το κακό μάτι και τη βασκανία. Σαν να δηλώνει πως “όποιος κοιτάξει το μαγαζί μου με φθόνο και κακία, λεμόνια και πιπεριές καυτερές να του κάψουν τα μάτια”.
Δεν είναι το μόνο δυσεξήγητο πράγμα που έχω παρατηρήσει να κάνουν οι καταστηματάρχες στα μαγαζιά τους. Εντύπωση μου είχε κάνει και κάτι άλλο, κάτι που είχα παρατηρήσει και στο Βαράνασι, αλλά επρόκειτο να δω και σε άλλες πόλεις. Το βράδυ, όταν το μαγαζί έχει κλείσει και τα ρολά έχουν κατεβεί, ο μαγαζάτορας ανάβει ένα φύλλο εφημερίδας που έχει τσαλακώσει σαν δαδί. Με το αναμμένο φύλλο εκτελεί μια σειρά από κινήσεις μπροστά στο κατεβασμένο ρολό, το ανεμίζει από πάνω ως κάτω, με κυκλικές κινήσεις, καπνίζει τις γωνίες, για να το πετάξει τέλος εκεί επιτόπου, έξω από το κεφαλόσκαλο, και να απομακρυνθεί χωρίς καν να γυρίσει να το κοιτάξει καθώς αυτό γίνεται στάχτη. Το να ανάβει κάποιος ένα αρωματικό στικ μπροστά από μια εικονίτσα ίσως να έχει κάποιο νόημα. Αλλά το να ανεμίζει ένα αναμμένο φύλλο εφημερίδας μπροστά στο αμπαρωμένο του μαγαζί, ποιος να ξέρει τι να συμβολίζει...
Βλέπω νεαρούς υπαλλήλους να βγαίνουν από το μαγαζί τους με ένα παλιόσακο στα χέρια, το οποίο με μια κίνηση των χεριών, πετάνε στη μέση της άσφαλτου. Το σακί θα μείνει εκεί, προφανώς για να πατηθεί από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Σε τι εξυπηρετεί αυτό άραγε; Ρωτάω έναν νεαρό την εύλογη ερώτηση που μου δημιουργείται. Αντί απαντήσεως εισπράττω ένα πλατύ χαμόγελο και μια σειρά από γιες, γιες. Μάλιστα, τώρα κατάλαβα. Με τα πολλά μου δίνει να καταλάβω ότι το κάνει για να καθαρίσει το σακί, το οποίο μάλλον το θέλουμε και πατικωμένο από τα λάστιχα των οχημάτων. Αναρωτιέμαι τι σόι βρωμιά μπορεί να είναι χειρότερη και δυσκολότερη να ξεφορτωθείς από την ίδια τη μάκα του δρόμου. Ποιος να ξέρει.
Έξω από το σταθμό των τραίνων άνδρες ψήνουν κοτόπουλα περασμένα σε σούβλες μέσα σε βαρέλια οπού καίγονται ξύλα. Τρία τέσσερα σε κάθε σούβλα, κατακόκκινα από τα μπαχαρικά του τίκα μασάλα, χωμένα μέσα στις φλόγες που ξεπηδούν από το βαρέλι. Η πικάντικη τσίκνα γεμίζει τον τόπο. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω να ψήνεται κρέας στο δρόμο από τότε που έφτασα στην Ινδία.
Ο υπάλληλος του σταθμού θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο αδελφός του υπαλλήλου που με εξυπηρέτησε στο Βαράνασι. Τα ίδια γυαλιά, το ίδιο μουστάκι, τα ίδια ψόφια από τη ρουτίνα μάτια.
Εδώ δεν έχουμε tourist quota, πρέπει να συμπληρώσω όμως ένα έντυπο με τα στοιχεία μου και το δρομολόγιο που επιθυμώ. Ο υπάλληλος με πληροφορεί ότι θέσεις δεν υπάρχουν για τις επόμενες τρεις μέρες, αλλά μπορώ να το προπληρώσω και να μπω σε λίστα αναμονής.
-Αρκετά μεγάλη πιθανότητα να βρείτε θέση, μου λέει κοιτώντας με μάτια μπαγιάτικου ψαριού.
-Αλλά όχι βεβαιότητα για θέση, έτσι δεν είναι; ρωτάω αναζητώντας κάτι παραπάνω στην αντίδρασή του στην ερώτησή μου.
-Όχι, αλλά αρκετά μεγάλη πιθανότητα να βρείτε θέση, μου επιστρέφει με απαράλλαχτο ύφος. Μπορώ σχεδόν να μυρίσω τη ψαρίλα.
-Αν όμως δε βρεθεί θέση τι γίνεται; επιμένω στην ερώτηση.
-Αρκετά μεγάλη πιθανότητα.
Είναι ξεκάθαρο, ο τύπος είναι ένα ινδικό ψαροσάιμποργκ, δεν πρόκειται να βγάλω ούτε ψίχουλο πληροφορίας παραπάνω από δαύτον.
Του ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση, τον ευχαριστώ για το χρόνο που διέθεσε για μένα και παραχωρώ τη θέση μου στον ισχυρότερο από τους δυο που σπρώχνονται πίσω μου. Η αρκετά μεγάλη πιθανότητα δεν είναι αρκετή για μένα. Η ιδέα να κολλήσω στο σταθμό περιμένοντας ένα τραίνο στο οποίο πιθανόν να μην μπορώ να ανέβω δεν με ενθουσιάζει. Και στο φινάλε γιατί θα έπρεπε να επιδιώξω να ταξιδέψω και πάλι με τραίνο; Δεν την είδα τη γλύκα του 34 ώρες σερί; Χωρίς δεύτερη σκέψη βγαίνω από το σταθμό και κόβω δρόμο για απέναντι. Στη γωνία υπάρχουν πρακτορεία ιδιωτικών λεωφορείων. Κλείνω εισιτήριο εύκολα και γρήγορα για την επόμενη στις εννέα και μίση το βράδυ. Εντάξει, η οδική συμπεριφορά των ντόπιων δεν είναι το φόρτε τους. Αλλά και στους σιδηρόδρομους τα ατυχήματα είναι αρκετά συχνά. “Αρκετά μεγάλη πιθανότητα για τρακάρισμα”, λέω από μέσα μου, κουνώντας το κεφάλι μου αριστερά δεξιά, μιμούμενος την κινησιολογία και την προφορά του υπαλλήλου του σιδηροδρομικού σταθμού. Σιγά. Πόσο πιο άσχημα μπορεί να είναι τα ινδικά ΚΤΕΛ από την εμπειρία μου στο τραίνο;






8 σχόλια:

  1. Δεν είμαι γλωσσοπλάστης, δεν έχω συγγραφικό ταλέντο αλλά την άποψή μου στην έχω πεί και προφορικά... και στην... καθομιλουμένη:ΟΥΑΟΥ ΧΡΗΣΤΟ!!!!! (Μ.Ζ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ωραίο και το βιντεάκι,πού τα βρήσκεις άτιμο?!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Λες να εχεις καλυτερη τυχη με το ΚΤΕΛ?Πηγη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. ¨Γραφεις υπεροχα.Ανυπομονουμε να διαβασουμε τη συνεχεια!!!!!
    Coconut & σια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Γραφεις θπεροχα.Ανυπομονουμε να διαβασουμε τη συνεχεια!!!!
    coconut & σια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. 34 ωρες σερι?
    κατσε να μετρησω να δω αν σε περασα.....
    χαχαχχα σε περνω για λιγες ωρες....και καλοκαιρι παρακαλω β θεση
    να τα λεμε αυτα
    και αρρωστοι .... και χωρις δραμαμινες (καλη ιδεα αλλα δεν ειχε στο βαρανασι ,ρωτησα :P )

    ωραιο τραγουδι ...ποιοι ειναι ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. με εκείνα τα ΚΤΕΛ τι γίνεται? Περιμένουμε τη συνέχεια αγαπητέ ...
    ι

    ΑπάντησηΔιαγραφή