ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ (Ντράν τουντάμ πιντάμ ντάντζι)
Όπως κάποια στιγμή αργότερα έμαθα, tourist quota σημαίνει πως ακόμα κι αν ένα τραίνο είναι γεμάτο, κάποιες θέσεις κρατούνται για να εξυπηρετηθούν ο τουρίστες. Δηλαδή έχει δημιουργηθεί για να κάνει τη μετακίνηση και τη ζωή των τουριστών ευκολότερη, τουλάχιστον σε ο,τι αφορά τα τραίνα. Και στους ινδικούς σιδηροδρόμους, όπως επίσης αργότερα έμαθα, με το δύσκολο τρόπο, κάθε βοήθεια είναι περισσότερο από ευπρόσδεκτη.
Στο χαοτικό σιδηροδρομικό σταθμό του Βαράνασι έφτασα με ένα ρίκσω που πήρα από τη Σοναρπούρα. Η διαδρομή δεν μπορούσε παρά να είναι και αυτή επεισοδιακή. Προκείμενου να προσεγγίσουμε το σταθμό, κάναμε το γύρο της πόλης. Όχι γιατί ο ταξιτζής ήθελε να με χρεώσει παραπάνω, τα λεφτά που θα έπαιρνε ήταν προσυμφωνημένα. Ο λόγος ήταν διαφορετικός και είχε να κάνει με κάποια γιορτή των μουσουλμάνων εκείνη την ημέρα. Παρασκευή δεν ήταν, παρ'όλα αυτά πολλοί μουσουλμάνοι είχανε βγει στους δρόμους. Κόσμος μαζεμένος σε πηγαδάκια, άνδρες με τα κεντητά λευκά καπελάκια, πολλές περισσότερες γυναίκες από το συνηθισμένο στους δρόμους, δυο-δυο, τρεις-τρεις ακολουθούν τους συζύγους από απόσταση λίγων βημάτων. Αρκετές καλυμμένες εντελώς με κατάμαυρες μπούργκες, αναπόφευκτη επίδραση των γουαχαμπίδων της Σαουδικής Αραβίας.
Μεγάφωνα στη διαπασών, πράσινες σημαίες, δρόμοι κλειστοί. Ο ταξιτζής βάζει όπισθεν και κοιτάζει προς τα πίσω για να κάνει τη μανούβρα. Δεν κάνει καμμία προσπάθεια να κρύψει την αποδοκιμασία του. Οι άκρες του κόκκινου και μπουκωμένου από τα μπέτελ στόματός του στρίβουν προς τα κάτω.
Εξ αιτίας των κλεισμένων δρόμων πρέπει να αλλάζει διαδρομή με απρόβλεπτο ακόμα και για τον ίδιο, τρόπο.
-Μουσουλμάνοι έχουν γιορτή... πρόβλημα. Μουσουλμάνοι μόνο μπελάδες...μου λέει και συνεχίζει τη δαιδαλώδη διαδρομή μέσα από γειτονιές και σοκάκια όπου για μένα κάθε σκέψη προσανατολισμού φαντάζει ουτοπική.
Η επιστροφή από το σταθμό των τραίνων, λίγες ώρες αργότερα, ήταν ακόμη χειρότερη. Ο κόσμος ήταν περισσότερος, οι δρόμοι είχαν κυριολεκτικά πήξει από ακινητοποιημένα οχήματα, άνθρωποι περνούσαν ανάμεσα στην κίνηση, πάγκοι μικροπωλητών παντού, η κάπνα, η σκόνη και τα καυσαέρια έκαναν την αναπνοή μαρτύριο. Απελπισμένοι ταξιτζήδες αντάλλασσαν πληροφορίες με τους πηγμένους γιωταχήδες που ερχόντουσαν από την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν χρειαζόταν να ξέρεις τη γλώσσα τους για να καταλάβεις τι έλεγαν, μπορούσα να το μαντέψω από τις εκφράσεις και τον τόνο τους. Μάγκες ξεχάστε το , γίνεται χαμός, όλοι οι δρόμοι γεμάτοι, δεν κουνιέται φύλλο. Ο ταξιτζής αρχίζει τις ταρζανιές, ποιοι μονόδρομοι και ποιο αντίθετο ρεύμα, κάνει με το τρίκυκλο ακροβασίες και μανούβρες αδιανόητες ακόμα και για παπάκι στην Αθήνα. Περνάμε μέσα από γειτονιές συσκοτισμένες, τα παραγκομάγαζα φωτισμένα με ένα κερί. Όχι δεν κάνουν Ανάσταση στο Βαράνασι, πέσαμε σε μια από τις συχνές διακοπές ρεύματος. Ούτως ή άλλως η κάπνα είναι τόσο πυκνή που και φώτα να υπήρχαν δεν θα βλέπαμε περισσότερα. Ένας λαβύρινθος από παράγκες και στενοσόκακα, μακρυά από τα παλάτια που βλέπουν οι τουρίστες στις όχθες του Γάγγη. Το Βαράνασι. Αφού ο οδηγός διστάσει για μια στιγμή, μπαίνει σε ένα πάρκο όπου η είσοδος για τροχοφόρα μάλλον απαγορευόταν, περνάμε από την όχθη μιας λιμνούλας, χωματόδρομοι , αγελάδες και κατσικάκια, με αυτά και με εκείνα το βγάζει πάλι το μεροκάματό του ο ταξιτζής και φτάνουμε στον προορισμό μας.
Ο σταθμός των τραίνων είναι μεγάλος, κοσμοβριθής και εύθυμα ασυνάρτητος. Αφού διασχίσω ένα πάρκινγκ, συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πάρκινγκ αλλά δρόμος που έχει πήξει. Μετά περνάω το κανονικό πάρκινγκ και το πόστο των ρίκσω, οι ταξιτζήδες σιγά μη νοιάστηκαν αν μόλις ήρθα στο σταθμό, προσφέρονται να με κάνουν ευτυχισμένο γυρίζοντας με πίσω στο Βαράνασι, έλα κύριος, πολύ καλή τιμή. Προσπερνάω τα δημόσια ουρητήρια ακριβώς δίπλα στην είσοδο του σταθμού. Οι Ινδοί, άνθρωποι αντισυμβατικοί σ'αυτά τα πράγματα, κάνουν τα τσίσα τους φόρα παρτίδα, ακριβώς έξω από τα ουρητήρια. Περνάω την είσοδο. Τεράστιες ουρές μπροστά στα γκισέ, ομάδες από ντόπιους ταξιδιώτες που περιμένουν καθισμένοι σε κύκλους κατάχαμα, στη μέση της σάλας, άλλοι βιαστικοί περνούν ανάμεσά τους. Πλησιάζω τα γκισέ, σπρωξίδι αθλητικού επιπέδου, ο θάνατός μου η ζωή σου. Η αίσθηση της σωματικής επαφής είναι θεαματικά διαφορετική από το συνηθισμένο στο δυτικό κόσμο. Οι ταμπέλες φαίνονται κατατοπιστικές, αν ξέρεις ινδικά. Ένας μεγάλος φωτεινός πίνακας πάνω από τα γκισέ με πληροφορεί για τα δρομολόγια. Φυσικά και αυτός στα ινδικά. Κινούμαι διερευνητικά τριγύρω ανάμεσα σε ταξιδιώτες που αντίθετα με μένα δείχνουν να ξέρουν καλά πού κατευθύνονται. Με τα πολλά βλέπω ένα γραφείο με τζαμαρία, στο οποίο κάθεται ένας ένστολος υπάλληλος του σταθμού, φανερά απορροφημένος από το αθλητικό κομμάτι της εφημερίδας του. Εντούτοις, όταν του ζητάω πληροφορίες, είναι κατατοπιστικότατος, πολύ εξυπηρετικός και ευγενικός. Με παραπέμπει στη σάλα για τους τουρίστες, αριστερά όπως μπαίνεις, αφού μου γράψει σε ένα χαρτάκι λεπτομερώς το δρομολόγιο που με ενδιαφέρει. Το κρίκετ κρίκετ, αλλά και η δουλειά δουλειά.
Η σάλα των τουριστών χωρίζεται από την κεντρική σάλα με μια τζαμαρία. Στο βάθος υπάρχει ένα γραφείο όπου είναι καθισμένος ένας στρουμπουλός υπάλληλος, απασχολημένος με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες της έκδοσης των εισιτηρίων. Οι άλλες τρεις πλευρές του χώρου καταλαμβάνονται από καναπέδες όπου κάθονται και περιμένουν υπομονετικά να εξυπηρετηθούν καμμία δεκαριά δυτικοί ταξιδιώτες. Κάθομαι στη μοναδική κενή θέση και αρχίζω να συμπληρώνω το απαραίτητο έντυπο. Μετά από μερικά λεπτά βλέπω όλους τους τουρίστες να σηκώνονται και να κάθονται στο αμέσως διπλανό από τα δεξιά τους κάθισμα. Τους μιμούμαι, βλέπω μια μεγάλη ταμπέλα που λέει πως με αυτό τον τρόπο πρέπει να προχωρά η σειρά προτεραιότητας. Κάθε φορά που εξυπηρετείται ένας ταξιδιώτης, όλοι σηκώνονται και μετακινούνται μια θέση πιο κοντά στον υπάλληλο, σαν μια ουρά από καθιστούς. Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν συμβαίνει πολύ συχνά, ο υπάλληλος πάει με το πάσο του, τον έχει πνίξει άλλωστε η χαρτούρα και είναι και μόνος του. Πάντως γίνεται καλή πλάκα κάθε φορά, ειδικά με την ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα που ο πάτος της έχει κάτσει και που όλοι με τη σειρά μας δοκιμάζουμε πόσο αναπαυτική είναι, μοιάζει σαν να κάθεσαι σε ένα μεγάλο κουβά.
Μετά από μένα αργούν να έρθουν άλλοι τουρίστες, όσο προχωράει η ουρά οι καναπέδες μένουν άδειοι.
Κάποια στιγμή σκάει μύτη ένα ζευγάρι από γάλλους, ντυμένους με χοντρά ρούχα και άρβυλα, που μαρτυρούν ότι έρχονται από βόρεια. Τους εξηγώ και γω με τη σειρά μου πώς δουλεύει εκεί το σύστημα αναμονής, τους δείχνω και την πινακίδα. Με ευχαριστούν χαμογελαστοί και σαν να μην κατάλαβαν τίποτα πάνε και κάθονται άκρη άκρη, μακρυά μου. Έρχονται κι άλλοι ταξιδιώτες, και μετά κι άλλοι, κάθονται όπου να'ναι. Μετά από μένα το σύστημα πάει περίπατο. Αρχίζω να φαντάζομαι το μπέρδεμα που θα γίνει αφού εξυπηρετηθώ εγώ με το ποιος έχει σειρά. Ο στρουμπουλός υπάλληλος θα έχει μια πρωτοφανή ευκαιρία να τους πατήσει ολωνών μια κατσάδα, ρε τι ζωντόβολα είστε εσείς οι ευρωπαίοι, τι κάνετε στην πατρίδα σας, έτσι πάτε σαν τα βόδια, εδώ στην Ινδία θα μπείτε σε τάξη, ορίστε μας, δε χαμπαριάζετε από συστήματα εσείς, καλά κοτζάμ πινακίδα ίσα με τη χοντροκεφάλα σας δεν τη βλέπετε, μωρέ μπιτ στραβάδια είστε ρε παιδί μου; Χα, η εκδίκηση του Τρίτου Κόσμου, μαθήματα οργάνωσης σε δυτικούς, γκολάκι εκτός έδρας.
Προς το παρόν ο στρουμπουλός γραφειοκράτης εξυπηρετεί έμενα ( να ξέρει άραγε τι μέλλει γενέσθαι; δεν έμαθα. Αυτό δεν θα συμβαίνει όμως με τους ανοργάνωτους τουρίστες τουλάχιστον μια φορά την ημέρα; Γιαυτό άραγε να υπομειδιά μόνιμα κάτω από το μουστάκι του;)
Όχι, θέση για το Τζόντπουρ με το αυριανό δρομολόγιο δεν υπάρχει, για μεθαύριο όμως ναι, αν την κλείσω επιτόπου. Το αντίτιμο είναι περίπου τριάμισι κατοστάρικα ρουπίες. Περίπου πέντε ευρώ, για ταξίδι μεγαλύτερο από χίλια χιλιόμετρα.
Βγαίνοντας από τη σάλα των τουριστών με το εισιτήριο στο χέρι συνειδητοποιώ για πρώτη φορά αυτό που μου πιπιλάει τα αυτιά αυτές τις δυο ώρες που περίμενα να βγάλω το εισιτήριο. Και μένω αποσβολωμένος.
Δυο νύχτες πριν, βρισκόμουν ξαπλωμένος στο δωμάτιό μου στη Σοναρπούρα. Η ώρα ήταν περασμένη, και η νύχτα ήταν ποτισμένη από τους σποραδικούς και ανοίκειους ήχους της πόλης αυτής. Εκείνη τη νύχτα συντροφιά μου έκανε ένα άκουσμα που δεν είχα προσέξει άλλη φορά και που όπως αποδείχτηκε δεν ξανάκουσα πάλι από το κρεββάτι. Επρόκειτο για ένα πιιιιιρουυυλιιιι, νότες σαν από παιδικό αρμόνιο, τρεις νότες που ακολουθούσε η μια την άλλη, λα, φα, ρε. Αυτό το μινόρε ακόρντο ακολουθούσε μια γυναικεία φωνή που έλεγε μια μικρή φράση. Ύστερα σιγή για λίγα δευτερόλεπτα. Και μετά πάλι πιιιιρουυυλιιι. Ακατάληπτα λόγια της φωνής, δεν ήξερα τι έλεγε, αλλά ήξερα πώς το έλεγε, μου είχε εντυπωθεί ο ρυθμός της φράσης.
ΠΙΙΙΙΡΟΥΥΥΛΙΙΙΙ. Ντράν τουντάμ πιντάμ ντάντζι. Μπλα μπλα μπλα, μπλα μπλα μπλα μπλαμπλαμπλα. ΠΙΙΙΙΡΟΥΥΥΛΙΙΙΙ. Ντράν τουντάμ πιντάμ ντάντζι. Μπλα μπλα μπλα, μπλα μπλα μπλαμπλαμπλα. Πάλι και πάλι και πάλι, αυτόματα, σχεδόν αυτιστικά,σε χαμηλή ένταση. Προσπαθούσα να μαντέψω τι στην ευχή ήταν, είχα καταλήξει ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν ένας από αυτούς τους αυτόματους πωλητές που κάποιος μαγαζάτορας είχε ξεχάσει στην πρίζα. Δείτε εδώ το ωροσκόπιό σας. Ακουμπήστε την παλάμη σας στην επιφάνεια και ο μεγάλος μάγος Νεντάνο θα σας πει αυτόματα τη μοίρα σας. Με δυο ρουπίες μάθετε αμέσως πόσο σέξι είστε. Η σιγανή και απόμακρη φωνή έσπαγε τη σιωπή της λεωφόρου της Σοναρπούρα, όπου την ημέρα από τα κορναρίσματα δεν άκουγες τη σκέψη σου. Το πήρα απόφαση ότι δεν θα μάθαινα ποτέ την αλήθεια γιαυτό τον ήχο, όπως για τόσα άλλα. Αποκοιμήθηκα με το μαυλιστικό και μυστηριώδες πιιιρουυλιιιι, ντράν τουντάμ πιντάμ ντάντζι να με νανουρίζει.
Αυτός ο ήχος δεν ήταν τίποτε άλλο από τις αναγγελίες των δρομολογίων από τα μεγάφωνα του σιδηροδρομικού σταθμού. Τα δρομολόγια των τραίνων δεν σταματούσαν τη νύχτα. Και ο ήχος δεν σταματούσε από τίποτα, μπορούσε εύκολα να ταξιδέψει χωρίς πολυώροφα κτίρια να τον σταματάνε. Και μόνο μια νύχτα, εκείνη τη νύχτα, ο άνεμος τον έσπρωχνε ως τη Σοναρπούρα, τέσσερα χιλιόμετρα μακρυά σε ευθεία γραμμή. Το ντράν τουντάμ πιντάμ ντάντζι ήταν το αντίστοιχο παρακαλώ την προσοχή σας, στα ινδικά. Ένας θεός ξέρει ποιες είναι οι ακριβείς λέξεις, έμενα μόνο ο ρυθμός τους μου έμεινε. Για πάνω από δυο ώρες που έμεινα στο σταθμό, τα μεγάφωνα με βομβάρδιζαν με τον ήχο αυτό, χόρευα στο ρυθμό του τις μουσικές καρέκλες με άλλους δέκα δεκαπέντε τουρίστες για το tourist quota. Και εγώ δεν πήρα χαμπάρι πότε τον είχα ξανακούσει παρά μόνο λίγο πριν φύγω.
Κατευθύνομαι κομμένος προς την πιάτσα των ταξί. Έχει νυχτώσει πια καλά, τα δέκατα πάλι έχουν εμφανιστεί και με πελεκάνε. Το πιιρουυυλιι, ντράν τουντάμ πιντάμ ντάντζι φτάνει ακόμα στα αυτιά μου και τώρα ξέρω καλά πλέον τι σημαίνει. Σημαίνει πως έχω το εισιτήριο στην τσέπη μου και πως σε δυο μέρες φεύγω πια από το Βαράνασι.
Φιλαράκι μου, με πήρες μαζί σου στην Ινδία σου!!! (Μ.Ζ)
ΑπάντησηΔιαγραφή