Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο 17

ΤΗ ΝΥΧΤΑ




Στο Βαράνασι, πριν προσπαθήσω για τελευταία φορά μέσα στην ημέρα να βρω το ξενοδοχείο μου μέσα στο δαιδαλώδες τοπίο, μου άρεσε να περιπλανιέμαι στα σοκάκια που υπάρχουν πίσω από την όχθη του Γάγγη. Στην διάρκεια της ημέρας οι δρόμοι αυτοί ήταν πιο πολυσύχναστοι. Για αυτοκίνητα φυσικά ούτε λόγος, η ζώνη αυτή είναι απροσπέλαστη. Ήταν συχνότατο όμως να σε προσπερνάνε ποδήλατα που μανουβράρανε όχι πάντα με επιτυχία ανάμεσα στους πεζούς, τι παράξενο, χωρίς να χρησιμοποιούν το κουδουνάκι τους. Στις λεωφόρους του δίνουνε και καταλαβαίνει, στα σοκάκια που παίρνουνε παραμάζωμα ανθρώπους πάγκους τσάντες και αγελάδες, σιγά μην ασχοληθούμε. Το ίδιο συχνό είναι η κίνηση να κολλάει από πλανόδιους που σπρώχνουν τον πάγκο τους προς άγραν πελατών. Και αν βρεθούν δυο τέτοια καρότσια με αντίθετη κατεύθυνση μέσα στο ίδιο σοκάκι, χάσαμε...
Οι πεζοί, κάθε καρυδιάς καρύδι. Γυναίκες τυλιγμένες στα σάρι τους, τουρίστες, ζητιάνοι κάθε κατηγορίας, Σιχ που τραβάνε προς το χρυσό ναό, αξιοσέβαστοι κύριοι και καταστηματάρχες, δυτικοί τουρίστες που έχουν μείνει καιρό πια στην Ινδία, ξυπόλυτοι στα βρώμικα πλακόστρωτα σοκάκια, νταλίτ οπλισμένοι με μακρυά μπαμπού, επιφορτισμένοι με το ξεβούλωμα των υπονόμων, επί το έργον...
Τη νύχτα όμως τα πράγματα είναι αλλιώς. Η φασαρία και οι φωνές έχουν κοπάσει, οι άνθρωποι όσο περνάει η ώρα όλο και λιγοστεύουν. Ώρα να βρούμε να τσιμπήσουμε κάτι και να πιούμε το τελευταίο τσάι της ημέρας.
Με τον καναδό φιλαράκο μου είχαμε προτιμήσει να δειπνήσουμε σε ένα εστιατόριο με χαμηλά τραπεζάκια, μαξιλάρια και χαλαρή ατμοσφαιρική υπόκρουση από δυο μουσικούς. Αφού φάγαμε τα τάλι μας (πιατέλα με ρύζι φακές και διάφορα λαχανικά) και τα πάλακ πανίρ μας( μαγειρευτό με σπανάκι και τυρί, μιαμ μιαμ), περιμένουμε να πάει δέκα η ώρα για να μπορούμε να καπνίσουμε στο εσωτερικό του καταστήματος...παράξενη ινδική νομοθεσία προφανώς...
Πριν φτάσουμε στο εστιατόριο και κάνοντας τη βόλτα μας στην όχθη, είχαμε περάσει από το Raj Ghat. To παλάτι εκεί όπως μας είπαν λειτουργούσε πλέον ως ξενοδοχείο και εκείνη τη νύχτα ήταν κλεισμένο από έναν πολύ πλούσιο τύπο για κάποια δεξίωση. Γιορτή; Γάμος; δε μάθαμε. Αυτό που είδαμε όμως στην προβλήτα μας έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι σημαντικό, ή ότι ότι ο τύπος ήθελε πραγματικά να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους του, ή και τα δυο. Τα σκαλοπάτια της προβλήτας ήταν γεμάτα από καντηλάκια αναμμένα και τακτικά τοποθετημένα. Μια γυναίκα είχε επιφορτιστεί να τα κρατάει αναμμένα, πήγαινε και ερχόταν με ένα κερί στο χέρι και άναβε όσα είχαν σβήσει. Ευτυχώς γι'αυτήν δεν φύσαγε αέρας, η ατμόσφαιρα που δημιουργούσε αυτή η παράξενη φωταγωγία ήταν μαγική...ντόπιοι και τουρίστες χάζευαν τριγύρω, παιδάκια παίζανε ανάμεσα στα καντηλάκια. Κάποια στιγμή δυο ντόπιοι, πιθανόν υπάλληλοι του ξενοδοχείου κατεβαίνουν ως το νερό. Ο ένας κρατάει ένα καντηλέρι και το κινεί κυκλικά στον αέρα, ο άλλος φυσά μια μπουρού. Αάρτι τέτοια ώρα; Μήπως σινιάλο σε καλεσμένους που έρχονται με βάρκα? Ούτε αυτό το μάθαμε.
-Πέρασα από τη κουζίνα, πάνω από τους μισούς που απασχολούνται μέσα είναι ανήλικοι, το'ξερες;
Κοιτάζω μια το David, μια την κατσαρίδα που έχει ανέβει πάνω στο τραπέζι μας και βολτάρει ψαχουλεύοντας με τις κεραίες της ανάμεσα στα πιάτα, τη βλέπει και αυτός, χαμογελά αμυδρά. Παραγγέλνουμε γλυκά.
Η σάλα του εστιατορίου είναι στον πρώτο όροφο και έχει ένα στενό μπαλκόνι στρωμένο με μαξιλάρες, με τσίγκο από πάνω και κλειστό με συρμάτινο πλέγμα γύρω γύρω, προφανώς για προστασία από τις μαϊμούδες. Μερικές νύχτες αργότερα, όταν ξαναβρέθηκα στο ίδιο εστιατόριο, στο μπαλκόνι αυτή τη φορά και με άλλη παρέα, μας ξάφνιασε ο ξαφνικός γδούπος και ο θόρυβος πάνω από τα κεφάλια μας. Όπως είδαμε αμέσως μετά, επρόκειτο για μια μητέρα με τα μαιμουδάκια της που πέρναγαν από πάνω μας κάνοντας ίσως το συνηθισμένο τους δρομολόγιο από τα μπαλκόνια του Βαράνασι.
Στον κεντρικό δρόμο πίσω από την όχθη υπήρχε και ένα συμπαθητικό καφέ, με φιλικές γιαπωνέζες σερβιτόρες και αξιολύπητη γιαπωνέζικη ποπ μουσική, το οποίο προτιμούσα για μια στάση για ένα τοστ και τσάι. Ο ιδιοκτήτης κατά τα φαινόμενα είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με τη χωρά του Ανατέλλοντος Ήλιου. Δεν είχε σχέση με τα ινδικά στάνταρ, με διακόσμηση που άγγιζε το κιτς, έδειχνε σχετικά πιο καθαρό από άλλες εναλλακτικές στο μέρος. Ένα βραδάκι είχα μοιραστεί το τραπέζι μου με έναν αμερικανό, πρώην στρατιώτη στο Ιράκ, νυν άεργο εκ πεποιθήσεως, με τον οποίο είχαμε ανοίξει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Αρκετή ώρα αργότερα από την αρχή της κουβέντας, και αφού αυτή είχε φτάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα μεταφυσικής και αμπελοφιλοσοφίας, μου στρέφει την προσοχή σε κάτι άσχετο:
-Τόσην ώρα που μιλάμε, εκεί δίπλα στο κασετόφωνο, τριγυρίζει ένα ποντικάκι μικρό, και κανένας δεν του κάνει τίποτα...
Γυρίζω για να δω, έχει δίκιο. Καθόταν και παρατηρούσε γύρω ατάραχο. Μάλιστα είχαμε την εντύπωση ότι του είχανε αφήσει κάτι ψιχουλάκια εκεί επί τούτου. Μπορεί να του άρεσαν και τα γιαπωνέζικα χιτάκια. Εμένα πάντως το ποντικάκι με ενόχλησε λιγότερο από τη μουσική...
Ένα άλλο ξαδελφάκι του ποντικιού αυτού καθόμασταν και κάναμε χάζι ένα άλλο βράδυ, σε έναν άλλο καφενέ λίγο πιο κάτω. Είχα μόλις γνωρίσει το Χουάν και τη Μπελέν από την Αργεντινή και μετά από μια σύντομη κουβέντα, την προσοχή μας είχε τραβήξει ένας πολύ ριψοκίνδυνος εκπρόσωπος της οικογένειας των τρωκτικών. Ετούτο το ποντικάκι δεν ήταν της μουσικής, του αρέσανε οι ακραίες καταστάσεις και τα ακροβατικά. Είχε σκαρφαλώσει με μαεστρία τον τοίχο του καταστήματος, και αφού διαπίστωσε κάποια στιγμή ότι ο τοίχος σταματάει και αλλάζει όνομα, λέγεται πλέον ταβάνι, βρήκε και βάλθηκε να σκαρφαλώνει το καλώδιο που έφτανε στο γυμνό γλόμπο που φώτιζε αρρωστημένα τη σάλα, στη μέση της οροφής. Μας έκοψε δε την ανάσα όταν, χάνοντας στιγμιαία τον έλεγχο , βρέθηκε κρεμασμένο από τα δυο χέρια του και την ουρά του να κόβει κύκλους αναζητώντας τη χαμένη ισορροπία. Αλλά τα τόσα χρόνια γυμναστικής δεν πέρασαν άδικα για το ποντικάκι μας, εκτελώντας κίνηση μονόζυγου, βρέθηκε πάλι αξιόμαχο να συνεχίζει την εξερεύνηση στο κέντρο του ταβανιού. Φτάνοντας εκεί και βλέποντας πως δεν υπάρχει τίποτα το αξιόλογο, παίρνει το δρόμο της επιστροφής, πιθανώς αναλογιζόμενο ότι σε ένα ταξίδι σημασία έχει η διαδρομή και όχι ο προορισμός. Τόση φιλοσοφία τα ποντίκια...
- Θα πάμε σε μια συναυλία μετά, θέλεις να έρθεις μαζί μας;
- Φυσικά, γιατί όχι;
-Ωραία. Πρώτα όμως έχουμε να περάσουμε από το δωμάτιό μας, θέλουμε να δοκιμάσουμε το τσίλουμ που μόλις αγοράσαμε...
Διασχίζοντας το λαβύρινθο μέσα από στενά και σοκάκια, βρίσκουμε την ταμπέλα του international music ashram, του κέντρου που οργάνωνε βραδιές παραδοσιακής ινδικής μουσικής. Κράχτες ακροβολισμένοι στις γωνίες του δρόμου προτίθενται να μας δείξουν το δρόμο για το κέντρο, αλλά ο Χουάν έχει άλλη γνώμη. Πιστεύοντας πως αν μας πάνε οι κράχτες θα χρεωθούμε εμείς την προμήθειά τους (άποψη που εκ των ύστερων αποδείχθηκε λανθασμένη) ανοίγει το βήμα προτρέποντας και εμάς να τον μιμηθούμε. Ο κράχτης κάνει το ίδιο και επιταχύνει για να βγει μπροστά μας. Καταλήγουμε να τρέχουμε ο ένας πίσω από τον άλλο στα στενά, ο Χουάν δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσει τον κράχτη να οδηγήσει την κούρσα. Το θέαμα που προσφέραμε πρέπει να ήταν μάλλον κωμικό. Περνάμε την χαμηλή είσοδο του άσραμ, χτυπάμε και οι τρεις διαδοχικά το κεφάλι μας στην κάσα της πόρτας. Τρίο Στούτζες, το θέαμα συνεχίζεται. Ο Χουάν ζητάει την τιμή εισόδου στον ηλικιωμένο ταμία, τονίζοντας ότι ήρθαμε μόνοι μας και δεν μας έφερε ο κράχτης. Και τρίβοντας παράλληλα το χτυπημένο κεφάλι του.
- Η είσοδος κοστίζει 150 ρουπίες το άτομο.
- Ελάτε τώρα, σας είπα πως ήρθαμε μόνοι μας, δεν μας έφερε ο κράχτης, αλήθεια. Και είμαστε τρεις, μπορείτε να μας κάνετε καλύτερη τιμή...100 ρουπίες.
- Σας παρακαλώ κύριε, μην με ενοχλείτε... η είσοδος κοστίζει 150 ρουπίες το άτομο, απαντά σοβαρός ο ταμίας, που κοιτά τον αργεντινό με απαξίωση μέσα από τα χοντρά πρεσβυωπικά γυαλιά του.
Ο Χουάν συνειδητοποιεί πως χώρος για παζάρια, εδώ τουλάχιστον, δεν υπάρχει, οι τιμές είναι φιξ. Πληρώνουμε το εισιτήριο και μπαίνουμε στην αίθουσα. Βγάζουμε τα παπούτσια, καθόμαστε σταυροπόδι στο άσπρο πανί του δαπέδου...
Η μουσική και τις δυο φορές που πήγα στο international music ashram ήταν πολύ καλή. Τη δεύτερη φορά δε, στο σιτάρ αναγνώρισα το μουσικό που είχε συμμετάσχει στο φεστιβάλ ''έλληνες και ινδοί'' που είχε διοργανωθεί εδώ, από το Ross Daly, πριν από χρόνια. To κοινό παραδόξως και ευτυχώς έδειχνε σεβασμό απέναντι στους μουσικούς και κρατούσε ευλαβικά ησυχία στη διάρκεια της μουσικής. Στο διάλειμμα μοίρασαν πήλινα κουπάκια, αυτά της μιας χρήσης και σέρβιραν γλυκό τσάι με λεμόνι.
Με το τέλος της συναυλίας κατά τις έντεκα και βγαίνοντας στο δρόμο, διαπιστώνω ότι οι δρόμοι και πάλι έχουν πια ερημώσει. Τα μαγαζιά έχουν όλα κλείσει, ανοιχτοί μόνο οι πλανόδιοι στα κεντρικά σημεία που ετοιμάζουν αυγά τηγανητά και πουλάνε τζαλεμπί, εκείνους τους σιροπιαστούς κεντητούς λουκουμάδες. Είναι αργά πια για μένα, παίρνω το δρόμο για τη Σοναρπούρα.
Μπαίνω στο μπάνιο με το φακό. Πάνω στο χαρτί υγείας βρίσκω ένα ποντικοκούραδο. Μάλιστα. Γυρίζω στο κρεββάτι, φοράω το μπαφ της μηχανής στο κεφάλι, σα σκούφο. Τώρα πια όχι μόνο για τα μάτια και το κρύο, αλλά και για να μη μου τραγανίσει κανένα ποντικάκι το αυτί την ώρα που κοιμάμαι.
Βάζω το θερμόμετρο στο σκοτάδι. 37 και 4. Σιγά μην έπεφτε δηλαδή. Δέκατα. Εδώ και ενάμιση μήνα, τα απογεύματα και μετά. Να είναι κάτι που τσίμπησα στο Κάιρο τον Οκτώβρη? Δώστου φρούτα άπλυτα εκεί, δώστου νερό από το δίκτυο, δώστου φαγάκι από το δρόμο, πήγαινα γυρεύοντας... Ίσως πάλι να συνδέονται με τα εμβόλια? Άλλωστε εμφανίστηκαν 3 μέρες μετά αυτό το διπλό της διφθερίτιδας-τετάνου. Λοιμώδης μονοπυρήνωση, άτυπη? Κάποια στιγμή θα μάθουμε( σημ. ακόμα δε μάθαμε...)
Πρέπει να είμαι ο μοναδικός που έφυγε άρρωστος ταξίδι για Ινδία. Και γύρισε υγιής. Ανάποδος,τι τα θες... Ωστόσο, πιστεύω πως κατά ένα περίεργο τρόπο, είναι και αυτά τα δέκατα που με τσακίσανε τόσες μέρες, με την κακουχία και τη μιζέρια που με κερνάγανε, που αφήσανε το αποτύπωμά τους κατά μήκος της δικής μου διαδρομής. Αν ήμουν εντελώς καλά ίσως να είχα ακολουθήσει άλλο δρόμο. Αναρωτιέμαι αν ήταν τελικά και τα δέκατα ανάμεσα στα πράγματα που απογειώσανε το ταξίδι μου, πολύ πριν σηκωθούνε οι ρόδες του πρώτου αεροπλάνου. Αυτή η ανησυχία, η απρόβλεπτη κομμάρα που ερχόταν και έφευγε, η αβεβαιότητα με ώθησε να πάρω μερικές βασικές αποφάσεις που αφορούσαν τους επόμενους 2 μήνες τουλάχιστον. Που αφορούσαν πράγματα σε άμεση σχέση με το ταξίδι, και είχαν και αντίκτυπο και μετά το ταξίδι. Άλλωστε, ποιος να ξέρει από πού προερχόταν αυτή η μετέωρη αίσθηση που με ώθησε να παίρνω φόρα και να πηδάω στην πισίνα, χωρίς απαραίτητα πρώτα να κοιτάω αν έχει νερό μέσα, πριν, και στη διάρκεια του ταξιδιού. Δεν ξέρω πώς έγινε, δε νομίζω πως έχει σημασία. Απλά, άφησα τα πράγματα στη ζωή.
Διακοπή ρεύματος. Πάλι. Ανάβω το φακό, για να διαπιστώσω ότι έχει νέφος μέσα στο δωμάτιο. Κάπνα πυκνή. Ανοίγω το τηλέφωνό, το ξανακλείνω για λόγους οικονομίας ενέργειας. Μηνύματα τρελλά, ε ρε γλέντια. Στην Αθήνα με περιμένουν άλλα. Τελικά, εγώ κοιμάμαι και η τύχη μου δουλεύει, ή εγώ δουλεύω και η τύχη μου κοιμάται; Βγαίνω στο μπαλκόνι να καπνίσω. Νέφος και εδώ. Με το ζόρι διακρίνω την έρημη και χωρίς κόρνες στις 2 η ώρα τη νύχτα λεωφόρο. Από μακρυά έρχεται ο αχός σαν μπουρού από ένα τραίνο. Στο ναό της Κάλι, μπροστά μου, εκεί που όλη μέρα παίζανε κρίκετ με τις ώρες, επικρατεί νεκρική ακινησία. Μια πόλη που πλέει ασυνάρτητη και ζαλισμένη πλάι στον πηγμένο Γάγγη, πνιγμένη, χαμένη στη σκόνη, την κάπνα και την υγρασία. Και τα σκατά. Μπαίνω ξανά μέσα. Θυμάμαι που κάποιος στο σταθμό, εκεί που περίμενα, με ρώτησε αν θα ξανάρθω. Έκανα μια γκριμάτσα, σηκώνοντας τους ώμους. Πού να ξέρω.
Την τελευταία μέρα μου στο Βαράνασι θα την περάσω στα σοκάκια, ψωνίζοντας, παζαρεύοντας, χαζεύοντας. Από τα ghats δε θα περάσω, δε γίνεται. Με τους αποχαιρετισμούς δεν είμαι καλός. Πρέπει να φύγω από εδώ, αυτή η πόλη αν μείνεις καιρό, σε καταπίνει.



1 σχόλιο: