Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο 13


ΧΑΖΟΠΟΥΛΙ




-Πόσο χρονών είσαι? με ρωτά ο βαρκάρης.
-Πόσο με κάνεις, πόσο φαίνομαι?
-Ε, περίπου τριανταπέντε με σαράντα...
-Μέσα έπεσες, είμαι τριανταοκτώ... Εσύ πόσο είσαι?
-Μάντεψε!
-Τριάντα, τριανταπέντε...
-Γίνομαι σαραντατρία σε ένα μήνα! ένα χαμόγελο πλατύ έλαμψε στο πρόσωπο του Tanta. Συνεχίζει να λαμνάρει μαζί με το ρεύμα του νερού.
-Ε λοιπόν δε σου φαίνεται καθόλου!
-Εσένα σε πρόδωσε το χρώμα των μαλλιών σου... και εδώ στην Ινδία, όλοι βάφουμε τα μαλλιά μας...
Τα παζάρια στην όχθη το Γάγγη μπορούν να σκάσουν γάιδαρο, οι κράχτες εκεί ψηλαφούν τα όρια της υπομονής ακόμα και του πιο στωικού και ήρεμου τουρίστα. Μια φορά που μπήκα στον κόπο να ρωτήσω πόσα ζητάει ένας για μια βόλτα με τη βάρκα, διάρκειας μιας ώρας, μου πρότεινε ένα ποσό που ήξερα ότι δεν είναι απλά διογκωμένο, είναι αυθάδικα πολλαπλάσιο της τρέχουσας τιμής αυτής της υπηρεσίας. Αντιπρότεινα την τιμή που ήξερα, άρχισε αυτός ο γνωστός χορός ανάμεσα σε πωλητή και αγοραστή...
-Εκατό ρουπίες? Θα πρέπει να είσαι τρελλός, για μια ώρα θα μου δώσεις εξακόσιες, είναι πρωινή τιμή, πολύ καλή...
-Κοίτα, μην με κουράζεις, δίνω εκατό ρουπίες, τις θες ή όχι?
-Με εκατό ρουπίες δε θα καταφέρεις τίποτε... άντε, τετρακόσιες ρουπίες, είσαι ο πρώτος πελάτης.
-Αν δεν τις θέλεις, περπατάω μέχρι το κεντρικό ghat και βρίσκω εκεί βαρκούλα.
-Δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις τόσο χαμηλά, άκουσέ με, είσαι καλός άνθρωπος, θέλω να σε κάνω ευτυχισμένο, διακόσιες πενήντα ρουπίες, έλα, πάμε.
-Εντάξει, αυτή η κουβέντα δεν οδηγεί πουθενά, σε χαιρετώ... γυρίζω και αρχίζω να βαδίζω αδιάφορα προς το Dasashwamedh ghat. Είχα ήδη περπατήσει γύρω στα εκατό μέτρα, ένα για κάθε ρουπία, όταν με πρόφτασε ο βαρκάρης τρέχοντας, λέγοντας πως συμφωνεί.
Με τον Tanta ήταν διαφορετικά. Τον πέτυχα να κάθεται δίπλα στη βάρκα του, απασχολημένο με κάτι κοντά στο τίποτα, μακρυά από το πόστο με τους βαρκάρηδες και τους κράχτες που δουλεύουν με ρέφα για λογαριασμό τους. Του πρότεινα το ποσό, δέχτηκε χαμογελαστός, μπήκα στη στενή βαρκούλα και φύγαμε.
Δουλεύει τα κουπιά σιωπηλός. Πλησιάζουμε τα ghats όπου οι πιστοί μπαίνουν στο νερό, του λέω να πλησιάσει, ενίοτε να σταματήσει τη βάρκα για χάρη της φωτογραφίας. Το φως έρχεται από την ανατολή, το Βαράνασι είναι χτισμένο στη δυτική όχθη, να κοιτά τον ήλιο που προβάλλει. Οι συνθήκες φωτισμού είναι ιδανικές από νωρίς το πρωί, αλλάζουν πολύ γρήγορα, μπορείς να τρέξεις και να ακολουθήσεις το φως, αργότερα βλέπω αυτά που τράβηξα και μένω με το στόμα ανοιχτό. Εγώ την τράβηξα αυτήν? Όχι μεγάλε, δεν είσαι εσύ, είναι το θέμα σου που κάνει καλή τη φωτογραφία, εσύ ήσουν εκεί και πάτησες το κουμπί, τίποτε άλλο. Και σου άρεσε.
Η βάρκα γλιστράει στο ήρεμο νερό. Μας πλησιάζουν βάρκες για να μου πουλήσουν μικροαντικείμενα για πούτζα,εικονίτσες, αγαλματάκια, ψιλολόγια. Αρνούμαι ευγενικά. Ο Tanta παίρνει ένα σακουλάκι με ψίχουλα, προσφορά που προορίζεται για τους γλάρους. Δεν τον είδα να πληρώνει. Δίπλα μας περνάνε άλλες βάρκες με παρέες από τουρίστες, κουκουλωμένους στα παλτά τους για να προφυλαχθούν από το κρύο και την υγρασία. Όλοι με την κάμερα στο χέρι, trigger happy, τραβάνε τα πάντα γύρω τους, ακόμα και μένα. Γιατί, εγώ είμαι καλύτερος άραγε? Κάνω κάτι διαφορετικό?
Διασταυρωνόμαστε με μια μεγάλη μηχανοκίνητη βάρκα, γεμάτη με ανθρώπους που έχουν έρθει εδώ από το νότο. Τα χρωματιστά τους ρούχα δεν αφήνουν αμφιβολία για την καταγωγή τους. Τραγουδάνε όλοι μαζί χαρούμενοι. Ένα παιδάκι παίζει με το χέρι του στο νερό, παρατηρεί τις γραμμές που αφήνει πίσω στην επιφάνεια. Σηκώνω το χέρι, τους χαιρετάω. Ανταποδίδουν το χαιρετισμό χωρίς να σταματήσουν να χαμογελάνε και να τραγουδάνε, υψώνουν τα χέρια με τις παλάμες ενωμένες.
Λίγο μετά μας προσπερνά άλλη μια μεγάλη βάρκα γεμάτη μέχρι τα μπούνια με βουδιστές μονάχους. Το ποτάμι αυτό είναι ιερό και για τη δική τους θρησκεία. Στέκουν όρθιοι τυλιγμένοι στους πορτοκαλί μανδύες τους, ξυρισμένα κεφάλια, στα χέρια βιντεοκάμερες και φωτογραφικές. Όχι που θα ξεφεύγανε.
Οι εικόνες που περνούν από μπροστά μου είναι έντονες,γλυκές, εναλλάσσονται με καταιγιστικό και μεθυστικό ρυθμό. Το ποτάμι με τις βάρκες στην ομίχλη, το νερό, τα κτίρια που παλιότερα ανήκανε σε διάφορους μαχαραγιάδες του Τζαιπούρ, του Τζόντπουρ, οι ναοί, οι λουόμενοι,όλα μαζί είναι πάρα πολύ για να σε αφήσει απαθή.
Πλησιάζουμε στο ghat της Manikarnika, όπου λαμβάνουν χώρα οι καύσεις των νεκρών. Διακρίνω ήδη τον πυκνό καπνό, από πιο κοντά μου έρχεται και η τσίκνα. Ο Tanta πιάνει και μου λέει ότι εδώ η φωτογράφηση απαγορεύεται αυστηρά, ότι οφείλουμε σεβασμό στους νεκρούς και τους πενθούντες, ότι δεν πρέπει να τραβάω γιατί στην όχθη βρίσκονται και αστυνομικοί που θα μου πάρουν και την κάμερα, αν δεν συμμορφωθώ μπορεί να καταλήξει η ιστορία σε κράτηση κλπ. Του εξηγώ πως δεν ενδιαφέρομαι για τέτοιου είδους φωτογράφηση, του προτείνω να προσπεράσει τη Manikarnika από ανοιχτά, πιο κάτω έχει πιο ενδιαφέρον...Του έλεγα αλήθεια, δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να δω, πόσο μάλλον να φωτογραφήσω νεκρούς να καίγονται. Πενθούντες ίσως, αλλά η όλη κατάσταση εκεί δεν με εξίταρε. Έχω ήδη έρθει από παλιά σε οπτική και όχι μόνο επαφή με πεθαμένους, δε νιώθω καμμια συγκίνηση ή κάποια σκατολογική περιέργεια να ξεδιψάσω βγάζοντας λεπτομερείς εικόνες τέτοιου είδους. Άλλωστε είμαι σίγουρος ότι χιλιάδες τουρίστες πριν και μετά από μένα έκαναν ακριβώς το αντίθετο, ή ακούμπησαν τάχα αδιάφορα τη μηχανή με το φακό στρατηγικά στραμμένο προς τις καύσεις και πάτησαν το κουμπί αδιάληπτα, σα να μην υπάρχει αύριο. Ένας παραπάνω ή ένας παρακάτω, δεν έκανε καμμια διάφορα. Η κάμερα με βοηθά μεταξύ άλλων και να συλλέξω πληροφορίες. Αλλά εγώ δεν θέλω τελικά να συλλέξω πληροφορίες, να μάθω θέλω, να γνωρίσω.
Ένα χαζοπούλι έρχεται και κάθεται στο φαγωμένο ξύλο της πλώρης, πίσω μου. Δείχνει άφοβο στην αφέλειά του, ξεδιψάει το περίεργο βλέμμα του πάνω μου καθώς το φωτογραφίζω. Στέκεται απαθές, μοιάζει να ρεμβάζει χαζεύοντας το τοπίο. Με μικρά πηδηματάκια με πλησιάζει, σα να θέλει να με δει καλύτερα. Στραβώνει το κεφαλάκι του, μοιάζει να με ''κόβει'' από πάνω μέχρι κάτω. Ποιος παρατηρεί ποιον? Μέτα από λίγο, χωρίς βιασύνη, θα πετάξει για αλλού. Κάπου αλλού σίγουρα θα υπάρχει κάτι πιο ενδιαφέρον να δούμε, κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνουμε.
Η βαρκάδα τελειώνει, βγαίνω από τη βάρκα, ευχαριστώ τον Tanta, του αφήνω πενήντα ρουπίες παραπάνω από τις εκατό που είχαμε συμφωνήσει.
-Αύριο πάλι? Με ρωτάει με μάτια και χαμόγελο που αστράφτουν.
-Αύριο, ίσως αύριο πάλι...




1 σχόλιο: