ΑΠΟ ΝΩΡΙΣ
Οι ημέρες ξεκινάν από νωρίς. Με μια δυο εξαιρέσεις, που δεν είχαν να κάνουν με τη δική μου θέληση αλλά μάλλον με ανώτερη βια, σηκωνόμουν από τις 5 το πρωί, πριν ξημερώσει. Χωρίς ξυπνητήρι. Οι λόγοι ήταν διάφοροι. Ένας ήταν το γεγονός πως ένας τουρίστας ξεκινάει τον αγώνα με γκολ από τα αποδυτήρια: η τοπική ώρα είναι 4μιση ώρες μπροστά από την ώρα στην Ελλάδα. Αν προσθέσεις και τις τόσες ώρες στα αεροπλάνα που σε έφεραν ως εδώ, έχεις το κουστουμάκι έτοιμο. Δεν ξέρεις που σου πάνε τα τέσσερα σε ότι αφορά το χρόνο, άμα σε κλείσουν σε ένα δωμάτιο χωρίς φυσικό φωτισμό και σου πούνε ''είναι βραδάκι'', κανένα πρόβλημα, το χάβεις άνετα. Ως εκ τούτου, τι να σηκωθείς 5, τι να σηκωθείς 11, ουδεμία διαφορά. Και αυτό το γράφει ένας άνθρωπος που αγαπά τον ύπνο, ε?
Άλλωστε, αν έχεις πέσει από νωρίς, νωρίς θα σηκωθείς. Νωρίς θα πέσεις, τι θα κάνεις, θα δεις το Λαζόπουλο ή την ταινία στην τηλεόραση που δεν έχεις? Γιατί μέσα θα κάτσεις μετά τις 9 10, άντε 11 το βράδυ, αν σου πουλήσανε ταξιδάκι στο Βαράνασι για κλάμπινγκ,είσαι για κλάματα. Μπαρ με τη στενή έννοια του χώρου, δεν είδα ούτε ένα. Με δυσκολία και ρωτώντας σε εστιατόρια τουριστών βρίσκεις αλκοόλ. Το μόνο που ήταν διαθέσιμο και που άξιζε φουλ τον κόπο, ήταν τα κονσέρτα παραδοσιακής μουσικής, σε κλειστούς, συμπαθητικούς χώρους. Με παρέα βιολιά, τάμπλες, βίνες, σιτάρ και μπανσουρί, η ώρα έφτανε κατά τις 10. Μετά μια βολτίτσα, όλα πια σχεδόν έχουν κλείσει εκτός από μερικούς υπαίθριους πάγκους για φαγητό, και πίσω για νανάκια. Ήταν ένας συγκεκριμένος ρυθμός, δε σου έκανε και κέφι να το τραβήξεις, το ένα έφερνε το άλλο. Αν έχεις σηκωθεί στις 5 το πρωί, το βράδυ στις 10 θες να γυρίσεις στο ξενοδοχείο, πώς θα γίνει... για να ξανασηκωθείς στις 5...
Το Βαράνασι είναι ένας χώρος μαγικός από πολλές απόψεις. Μια συναρπαστική αφορά το ότι σχεδόν οποιαδήποτε χρονική στιγμή, μπορείς να ακούσεις τουλάχιστον δυο θρησκείες να δηλώνουν την παρουσία τους, και τη λατρεία τους. Γιατί θρησκείες, παρακλάδια και υποομάδες συνυπάρχουν πολλές, και όπως μου φάνηκε έμενα, πιθανόν σε ''ηχητικό'' ανταγωνισμό μεταξύ τους. Επαναλαμβάνω, ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ στιγμή του 24ωρου. Ένα παράδειγμα: μια νύχτα κατά τις 3 και μισή, και ενώ τη σιγαλιά έσπαγε κάπου κάπου η μπουρού κάποιου μακρινού τραίνου ή το ανόητο κρώξιμο κάποιου πουλιού κουρνιασμένου στα κλαδιά του δέντρου έξω από το παράθυρο, ένα δάχτυλο που άνηκε σε έναν πιστό, πατάει ένα κουμπί. Δυστυχώς δε βγαίνει η θρυλική και χιλιοτραγουδισμένη χοντρή, κάτι άλλο συμβαίνει. Το κουμπί είναι ο διακόπτης ΟΝ της μικροφωνικής ενός ναού τρεις πόρτες από το ξενοδοχείο μου. Ενός ναού αφιερωμένου ούτε και έμαθα ποτέ σε ποιον, στην είσοδο πάντως είχανε φωτογραφίες του Shirdi Sai Baba, από όσο είδα το επόμενο πρωί. Και αρχίζει αυτός ο καλός άνθρωπος της πίστης να βαράει ένα ταμπούρλο(ή του το βάραγε άλλος καλός άνθρωπος της πίστης, τι να πω) και να ψέλνει ένα ΤΙΚΑΡΑΑΑΜ,ΤΙΚΑΑΡΑΑΑΜ,ΤΙΙΙΙΚΑΑΑΡΑΑΑΜ,ΤΙΙΚΑΑΡΑΑΑΜ,ΤΙΚΑΑΑΑΡΑΑΜ! Ασταμάτητα, σε όλους τους ρυθμούς, τους τόνους και τους τονισμούς. Και Δώστου να τον σιγοντάρει ο καλός άνθρωπος της πίστης με το ταμπούρλο, μη χάσει τη δόξα (και την ευλογία του σαι μπάμπα). Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι το τικαράμ τικαράμ συνεχίστηκε μέχρι την επόμενη μέρα το απογευματάκι, αφού είχα φύγει και γυρίσει στο δωμάτιο δυο φορές.
Παρόμοια σκηνικά δε μου λείψανε τις νύχτες που πέρασα στο Βαράνασι. Αντίθετα, η απόλυτη ησυχία και ακουστική απουσία των θρησκειών ήταν αξιοπρόσεκτη όταν συνέβαινε, γιαυτό και είχε τη δική της οντότητα και βαρύτητα. Ίσως να μην αξίζει να αναφερθούμε εξαντλητικά σε κάθε ένα από αυτά, άλλωστε αν ένας ψαλμός έφτανε στα αυτιά μου, πού να ξέρω αν τον ψάλλουν ινδουιστές, Σιχ, Tζάιν, βουδιστές και ποια υποομάδα τους,και γιατί. Ωστόσο, δυο ήχοι, δυο καλέσματα με άγγιξαν, βιωματικά, ακουστικά.
Ένας ήταν το εζάν των μουσουλμάνων. Αυτό το γνωστό μακρόσυρτο Αααλλλααααχουακμπαρ, που ακούμε στις ταινίες του χόλλυγουντ, όταν δείχνουν εικόνες από αραβικές πόλεις και τρομοκράτες να ζώνονται μασούρια δυναμίτη. Όσοι έχουν βρεθεί σε μουσουλμανικές χώρες έχουν ήδη έλθει σε επαφή με αυτό το άκουσμα. Αυτό το κάλεσμα για προσευχή, άλλοτε άτονο και φάλτσο, σχεδόν διεκπεραιωτικό, και άλλοτε παθιασμένο, μελωδικό και επιτακτικό, που σου παίρνει την ανάσα. Αυτό το κάλεσμα για προσευχή, από όλα τα σημεία του ορίζοντα, μια και ήμουν στο κέντρο της μουσουλμανικής γειτονιάς. Από αναρίθμητους μουεζίνηδες την ίδια στιγμή, σε διάφορους τόνους και ύφη. Πέντε φορές την ημέρα, αλλά κυρίως, κατά τις 4 και μισή τα ξημερώματα. Να συναγωνίζονται οι ιμάμηδες μεταξύ τους σε ένταση, μέσα στη νύχτα, άλλοι ακριβώς δίπλα μου, άλλοι από μακρυά σαν αχός. Να μπλέκονται μεταξύ τους, πότε να απαντά ο ένας στον άλλο και πότε να ενώνουν δυνάμεις. Και όλοι να μου λένε πως ένας είναι ο Θεός, και πως η προσευχή είναι καλύτερη από τον ύπνο.
Δυο τρεις φορές πάλι, είχα την ευτυχία να ξυπνήσω ακούγοντας κάτι άλλο. Ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει ούτε τι ήταν, ούτε από πού ερχόταν,αν και ρώτησα,κανείς δεν έδειχνε να ξέρει. Σίγουρα από μακρυά. Ήταν κάτι απλό, φωνές αρμονικά μεταξύ τους να ψέλνουν ένα ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΜΜΜΜΜΜΜΜΜ....οι φωνές ταιριασμένες σε διάστημα μεγάλης τρίτης, σαν ντο μι...τόσο μπορούσα να καταλάβω ξυπνώντας...παύση...σποραδικές νότες από ένα μεταλλόφωνο...και πάλι ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΜΜΜΜ... έσβηνε αργά...και πάλι,και πάλι μετά...ένας ήχος που σου γέμιζε την καρδιά, απλός, γαλήνιος,σου έλεγε σήκω, ετοιμάσου,σε λίγο θα βγει ο ήλιος, μια καινούργια ήμερα αρχίζει...σήκω...με μαύλιζε, άπλα δεν ήθελα να κάτσω πια να χουζουρέψω στο ζεστό μου κρεββάτι, όρθιος στο μισοσκόταδο, πλενόμουν με κρύο νερό, ντυνόμουν καλά και έβγαινα έξω ψαχουλευτά στα σκοτεινά σοκάκια. Έπρεπε, ήθελα να κατέβω στην όχθη του ιερού ποταμού, η μέρα πια ξεκίνησε, ήθελα να κατέβω στα ghats.
Ωραία ιστορία...
ΑπάντησηΔιαγραφή