ΑΑΛΕΚΟΥΜΣΑΛΑΜ
Η ώρα είναι περασμένες 9, είμαι πια κουρασμένος. Τα δέκατα επιμένουν, πάει πάνω από μήνας τώρα, πιστά στο ραντεβού τους κάθε απόγευμα. Ξεκινώ από το καπηλειό, όπου ήπια τα τελευταία φλυτζάνια τσάι της ημέρας, με προορισμό το ξενοδοχείο. Ο θεός να βάλει το χέρι του να φτάσουμε και απόψε. Μπα, το έχω σίγουρο, πάλι θα γκιζεράω ασκόπως για κανένα μισάωρο, σιγά μη βρω το δρόμο για το ξενοδοχείο με τη μια...20 λεπτά και μερικές λάθος στροφές αργότερα, αναγνωρίζω το τοπίο, Σοναρπούρα,είμαι κοντά. Αυτό που δεν αναγνωρίζω είναι ένας θόρυβος, που ακούω πρώτη φορά στα 4 5 μερόνυχτα που έχω ήδη στο Βαράνασι. Ένα ρυθμικό ξερό ΤΑΚ ΤΑΚ ΤΑΚ ΤΑΚ ΤΑΚ, σαν από χαλασμένο μετρονόμο, που ξεκινά, σταματά, για να ξεκινήσει και πάλι, επιταχύνοντας ή χάνοντας στροφές. Καλά, μερεμέτια και μαστορέματα τέτοια ώρα σιγά μη δε γίνονται, εδώ ξεμπαζώνανε ένα χάλασμα δίπλα στο ξενοδοχείο στις 12 τα μεσάνυχτα. Αλλά αυτός ο ήχος δεν είναι από σφυρί, επιπλέον παραείναι ρυθμικός για να είναι από τύχη. Ξεχνάω τον προορισμό μου, εκ του ασφαλούς βέβαια, τώρα πια ήξερα πού ήμουν, και αφήνω τον ξεκούρδιστο μετρονόμο να με οδηγήσει μέσα από τα σοκάκια. Όσο πλησιάζω διακρίνω πια και ένα τύμπανο που δίνει ρυθμό και συνοδεύει το τακ τακ τακ. Φώτα και σούσουρο από κόσμο..Στρίβω τη γωνία, το τζαμί φωταγωγημένο, μπροστά του, εκεί που συνήθως παίζουν τα παιδιά, μαζεμένοι καμμία εκατοστή άνθρωποι, άνδρες νέοι και πιτσιρίκια οι περισσότεροι. Μουσουλμάνοι. Άλλοι ντυμένοι με τα δυτικά πρότυπα, άλλοι με τις τυπικές πουκαμίσες.
Πολλοί τρέφουν τη χαρακτηριστική γενειάδα, με ξυρισμένο το μουστάκι. Οι περισσότεροι φοράνε το γνωστό κεντητό καπελάκι. Το κοινό έχει κάνει ένα κύκλο, στη μέση δυο άνδρες νεαροί, με δυο μπαστούνια από μπαμπού, κυκλικά ακολουθούν το ρυθμό του τυμπάνου, οι σαγιονάρες και τα ξυπόλητα πέλματα γράφουν ημικύκλια πάνω στις πλάκες του προαυλίου. Ξαφνικά οι δυο άνδρες αρχίζουν διαδοχικά να διασταυρώνουν τα όπλα τους. Πρώτα ο ένας στην επίθεση, μετά ο άλλος. ΤΑΚ ΤΑΚ ΤΑΚ ΤΑΚ. Σαν κουρδιστοί, εκτελούσαν τη χορογραφία μιας εικονικής μονομαχίας. Εικονική εικονική, τα ματσούκια κατεβαίνουν με δύναμη, ένας λάθος υπολογισμός και ανοίγουνε κεφάλια. Επιδεικνύεται μεγάλη μαεστρία, ψυχραιμία και ευλυγισία για να εναρμονιστούν οι δυο μονομάχοι. Τα ζευγάρια εναλλάσσονται, ανεβαίνουν άλλοι, και μετά άλλοι, ανά δυο, μετά ανά τέσσερις. Τα μπαστούνια αλλάζουν με κοντάρια, μετά με αληθινά ξίφη. Σπάθες με λάμες σαν φίδια, που αστράφτουν στο φως των προβολέων Το θέαμα είναι επιβλητικό. Οι φιγούρες γίνονται πιο δύσκολες, η χορογραφία πολύπλοκη. Συμπλέγματα μαχών που καταλήγουν στο εικονικό μακέλεμα ενός από τους μαχόμενους. Το κοινό σχολιάζει, επευφημεί. Κάποια στιγμή τα αίματα ανάβουν, παρότι οι κινήσεις είναι προκαθορισμένες, κάποιο δάχτυλο βρίσκεται στο λάθος σημείο, ένα ματσούκι ηθελημένα? αθέλητα? ξεφεύγει, ανοίγει ένα φρύδι,ο πληγωμένος δε σταματά, δείχνει χολωμένος, τσαντισμένος, σίγουρος ότι υπάρχει κακή πρόθεση από τον αντίπαλο, συνεχίζει, τα μπαστούνια πέφτουν αισθητά πιο δυνατά. Από έξω κάποιοι φωνάζουν,οι μονομάχοι σταματούν, ο τύπος έχει ματώσει, φανερά πονάει, κουβέντες, η παρεξήγηση δείχνει να λύνεται.
Είμαι ο μοναδικός δυτικός στην ομήγυρη. Προσπαθώ να προωθηθώ στον εσωτερικό κύκλο για να έχω καλύτερη θέα στα δρώμενα. Οι άνθρωποι μου κάνουν άκρη να βλέπω καλύτερα, μερικοί μάλιστα με βλέπουν να τραβάω (μανιασμένα) φωτογραφίες και τραβούν κάποιους μπροστά μου που δε με έχουν δει για να βγουν από το κάδρο. Τους ρωτάω από πού προέρχεται αυτό το έθιμο, τι συμβολίζει. Μάταιος κόπος, κάνεις δεν δείχνει να με καταλαβαίνει, τα αγγλικά εδώ δε βοηθούν πολύ. Τους δείχνω τις φωτογραφίες που τραβάω, χαμόγελα επιδοκιμασίας, γκουντ, γκουντ. Κάποιοι παίρνουν πόζες ηρωικές μπροστά μου για να τους βγάλω,άλλοι μου δείχνουν να πάω και γω να πάρω ένα ματσούκι και να πάω να χτυπηθώ... Κάνω κωμική παντομίμα και γκριμάτσες, μάγκες έμενα εκεί πάνω θα μου ανοίξουν το κεφάλι σαν καρπούζι. Γέλια, συνειδητοποιώ πως το κέντρο βάρους της προσοχής έχει μετατοπιστεί λίγο από τα ντόπια παλικάρια με τα μπαμπού στο φιλικό τουρίστα με τις φωτογραφίες. Ένας έφηβος φέρνει κοντά μου ένα γέροντα σεβάσμιο να με γνωρίσει. Λευκή γενειάδα, σαρίκι και κελεμπία , στο λαιμό του δυο γιρλάντες από λουλούδια, χαμογελαστός. Είναι ο γέροντας που συχνά πυκνά σπρώχνει το κοινό προς τα πίσω , ανοίγοντας τον κύκλο των μονομάχων και δίνοντας τους χώρο. Αμπτούλ μπασίτ μπαμπά, μου τον συστήνουνε. Χειραψίες και αναμνηστικές φωτογραφίες με το χαμογελαστό μπαμπά, και τη μαρίδα γύρω, που δε διστάζει να παίρνει ειρωνικές ή αστείες πόζες δίπλα στο γερο, προκαλώντας γενικότερη θυμηδία. Φέρνει στο νου μου τα πιτσιρίκια στην επαρχία που καμμία φορά παίρνουν στο ψιλό τον παπά του χωριού, αλλά αυτός δεν τα ξεσυνερίζεται. Κάποιοι με ρωτούν από πού είμαι, μα δεν πρέπει να έχουν ξανακούσει τη χώρα καταγωγής μου. Το σόου συνεχίζεται ωστόσο, αλλά αλίμονο, έχω επηρεάσει με την παρουσία μου τις εξελίξεις, αν και όχι με κακό τρόπο. Έχει ανέβει ένας τύπος φεγγαροπρόσωπος, που έδειχνε να είναι ιδιαίτερα πλακατζής με το μπαμπά, και έχει επιδοθεί σε μια σόλο επίδειξη δεξιοτεχνίας με τη σπάθα. Δώστου ανοίγματα γυρίσματα διπλώματα τσαλίμια και φιγούρες, οι οποίες τελειώνουν με θεαματικά πλονζόν, στα οποία γυρίζει προς το μέρος μου λέγοντας (μαντεύω):
-Το τράβηξες αυτό? .....Αυτό?..... Αυτό το τράβηξες?
Περιττό να αναφέρω πως ο λαός γύρω έχει σκάσει στα γέλια, μαζί και εγώ. Είναι προφανές ότι έχω πέσει στα νύχια του πλακατζή της γειτονιάς. Το σόλο του τελειώνει, όχι όμως και η παράσταση του. Τώρα φωνάζει σε μονομαχία ένα πιτσιρίκι που δε δείχνει πάνω από 6 ή 7 ετών. Το ζευγάρι δε θα μπορούσε να δείχνει πιο παράταιρο. Ο πιτσιρικάς δείχνει να το έχει διαβάσει το μάθημα του με το μπαμπού. Ο αντίπαλος του όμως κάνει ο,τι μπορεί να τραβήξει το ενδιαφέρον πάνω του. Πρώτα προτείνει τον πισινό του για να δεχθεί χτύπημα από το πιτσιρίκι, το οποίο συνόδεψε με επιφωνήματα πόνου. Μετά ξάπλωσε κάτω και έκανε ότι ο μικρός τον έφερε σε θέση ματ. Μετά έτρεχε γύρω γύρω δήθεν να γλυτώσει από τα χτυπήματα του αιμοβόρου αντιπάλου του. Το κοινό του άνηκε, μας είχε όλους στο τσεπάκι του.
Νιώθω πως πρέπει να πηγαίνω, όχι γιατί δεν περνώ καλά, μα γιατί δεν έχω άλλες δυνάμεις. Χαμογελώ ευγενικά στους γύρω μου, ενώνω τις παλάμες στην τυπική χειρονομία και προφέρω το ''νάμαστε''. Εισπράττω ένα ΝΟΟΥ ΝΟΟΥ, νοου νάμαστε. Σαλαάμ αλέκουμ. Εμείς δεν είμαστε ινδουιστές, είμαστε διαφορετικοί. Είμαστε το 13% περίπου του συνολικού πληθυσμού,αν και κάποιοι μας βγάζουν περισσότερους. Είμαστε αυτοί που δε φύγαμε για το Πακιστάν με το partition του 1947, και ήμαστε τυχεροί που επιζήσαμε από τις μαζικές σφαγές εναντίον μας, συχνά όχι μόνο με την ανοχή, αλλά και με τη συνεργία του κράτους. Ανήκουμε σε τούτη τη θρησκεία, που σε όλο τον κόσμο θεωρείται από πολλούς σχεδόν το αποκλειστικό λίκνο της τρομοκρατίας. Αλλά σε τούτο τον τόπο, περισσότερο εμείς είμαστε οι αποδέκτες ωμής βίας, προκατάληψης και διακρίσεων, από τους ίδιους ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε τη φτώχια μας. Εδώ, είναι οι μουσουλμάνοι που την έχουν πατημένη, σε μια χώρα που οι περισσότεροι ινδουιστές δε μας θέλουν. Είμαστε εδώ όμως, και δε λέμε ''νάμαστε''. Λέμε σαλάαμ αλέκουμ, γιατί είμαστε διαφορετικοί. Όλα αυτά βέβαια δεν μου τα είπαν, όχι με τα λόγια τουλάχιστον. Κλίνω ελαφρά το κεφάλι και απαντώ, ααλέκουμ σαλάαμ. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Μας ξέρει, αυτός ο τύπος ξέρει να μας χαιρετάει, υπάρχουμε στον κόσμο. Κυριολεκτικά χαρές και φιλιά, θερμές σφιχτές χειραψίες, εγκάρδιες αγκαλιές. Αναπάντεχες αντιδράσεις. Φτάνω στο δωμάτιο πιο ξεκούραστος από όταν ξεκίνησα από το καπηλειό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου