Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Κεφαλαιο 1


ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ



-Είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι στην Ινδία?
-Ναι,ναι...
-Λοιπον πώς σου φαινεται?
-Πολυ διαφορετικα απο κει που ερχομαι, πολυ φτώχια..
-Ναι, η χωρα μου ειναι πολυ φτωχικη...
''Φτώχεια'', είναι μια λέξη που είναι επιεικώς ανεπαρκής για να περιγράψει αυτό που για πρώτη φορά αντίκριζα από την Ινδία,πίσω από το παράθυρο ενός τζιπ.
Κατευθυνόμαστε από το αεροδρόμιο Bawatpur στο Βαράνασι,την ιερή πόλη. Η κόρνα ηχούσε ακατάπαυστα,έμοιαζε να λειτουργεί σαν σόναρ, ένα σύστημα πλοήγησης που μέσα από μεγάλους και μικρούς ελιγμούς απέτρεπε την τελευταία στιγμή την σύγκρουση με αυτοκίνητα, τρίκυκλα, φορτηγά, ρίκσω, ποδήλατα, πεζούς, καρότσια μικροπωλητών και αγελάδες.
Γέροι λιάζουν τα ψωριάρικα κορμιά τους ξαπλωμένοι σε κρεββάτια φτιαγμένα από ένα ξύλινο τελάρο αραιά πλεγμένο με κανναβόσχοινο. Γυναίκες αγοράζουν μπανάνες από πλανόδιους με καρότσια. Μαγαζιά που δεν αποτελούνται από τίποτε άλλο παρά μόνο μια κόγχη ανάμεσα σε τρεις πλίνθινους τοίχους. Μαγαζάτορες που για τους τύπους περισσότερο παρά για λόγους ουσίας προσπαθούν να ξορκίσουν τη σκόνη με κουρέλια πιο βρώμικα και από το μαντήλι του Ιώβ και με σάρωθρα από φρύγανα. Πιτσιρίκια με ρούχα που στάζουν κάπνα τρέχουν ανέμελα αψηφώντας τα πάντα, για να σηκώσουν το χαρταετό τους. Μαϊμούδες πάνω σε μάντρες,ψειρίζονται και χουζουρεύουν ατάραχες. Αγελάδες, ακόμα πιο ατάραχες, βέβαιες για την ισόβια αμνηστία τους, σουλατσάρουν με πραότητα αιώνων όπου τους κάνει κέφι, ανενόχλητες, μασουλανε σκουπίδια, ρουθουνίζουν στάχτες από ξέψυχες φωτιές. Tσαγάδες σερβίρουν το λιπαρό μασάλα-τσάι τους σε λιγδερά γυάλινα ποτήρια, σε πελάτες που περιμένουν, περιμένουν καθισμένοι σε τελάρα που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το χρώμα και την προέλευσή τους από τη βρώμα. Ξερακιανές γυναίκες, κουρκουβισμένες σε μια γωνιά ζυμώνουν τις σβουνιές των αγελάδων, τις πλάθουν σε πίτες και τις κολλάνε στον τοίχο να ξεραθούν, κοινό καύσιμο για μαγείρεμα και θέρμανση. Ψωραλέα αποστεωμένα σκυλιά γλείφουν τις πληγές τους στον ήλιο, δέχονται ένα μπισκότο που τους πετάει ένας περαστικός. Παντού πουλάνε πάαν, μείγμα από ταμπάκο και μπέτελ νατς για μάσημα. Τεράστιες κόκκινες ροχάλες παντού. Κανείς δε δίνει σημασία στη σκόνη, την προαιώνια βρωμιά, το χώμα, τα πανταχού παρόντα σκατά,τις μύγες, τη ζέστη,την αποπνικτική κάπνα, τα σκουπίδια που γίνονται βουνό με το χώμα,τη μπόχα από τους ανοιχτούς οχετούς εκατέρωθεν του δρόμου,την ανάμικτη μυρωδιά από σκατά, τσάι, ούρα, αρωματικά στικ, τηγανίλα, κάπνα, όλα μαζί- επί εκατό. Όλα βαίνουν καλώς, όπως ήταν πάντα, και όπως θα είναι.
Καλώς ήλθατε στην Ινδία.
Πριν από μισή περίπου ώρα, το αεροπλάνο της Kingfisher, ερχόμενο από Ν. Δελχί, προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Bawatpur.
Συνήθως ταξιδεύω ελαφρά, με μια μόνο χειραποσκευή. Μέγιστο βάρος 8 κιλά. Κερδίζω χρόνο, δεν κάνω τίποτε τσεκ ιν, δεν περιμένω σε κυλιόμενους ιμάντες, δεν χάνω αποσκευές. Αν το φιλοσοφήσεις, τα πράγματα που ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ χρειάζεσαι, ακόμα και για ένα ταξίδι 18 ημερών στην Ινδία, ΜΠΟΡΟΥΝ να χωρέσουν σε μια τέτοια τσάντα. Παρόλα αυτά, επειδή αγόρασα ένα κρασί από τα ελληνικά duty free, και επειδή οι Ινδοί στις εσωτερικές πτήσεις δεν με άφησαν να πάρω το κρασί σαν χειραποσκευή, έβαλα το μπουκάλι μέσα στη μια και μοναδική(και μισοάδεια) τσάντα μου, την οποία και παρέδωσα με βαριά καρδιά στο τσεκ ιν της τρίτης και τελευταίας πτήσης από την Αθήνα ως το Βαράνασι. Και έτσι τώρα είμαι στημένος μπροστά σε έναν κυλιόμενο διάδρομο. Και περιμένω.
Δεν είχα ιδέα πού έπεφτε το ξενοδοχείο που είχα κλείσει. Ganga Yogi Lodge, στη συνοικία Σοναρπούρα .
Sonar pura, αγνά ηχεί, τυχαίο λογοπαίγνιο στα ισπανικά. Τα λογοπαίγνια δε σε πάνε πουθενά όμως, τα ταξί και τα τρίκυκλα σε πάνε. Εκμεταλλεύομαι την αναμονή, και ρωτώ τον διπλανό μου που και αυτός προφανώς περίμενε σαν και εμένα τις αποσκευές του, πόσες ρουπίες πάνω κάτω θα μου στοίχιζε ένα ρίκσω ως τη Σοναρπούρα...με κόβει καλά καλά, τον κόβω και εγώ. Προφανώς μουσουλμάνος, γύρω στα 45 50, κελεμπία λευκή και καπελάκι, γενειάδα πλούσια αλλά το μουστάκι ξυρισμένο. Με ρωτά αν με περιμένει κάποιος στο Βαράνασι. Του λέω ναι στο ξενοδοχείο, αλλά όχι στο αεροδρόμιο...
και απαντά:
-Ωραία, έχω δικούς μου εδώ από έξω που με περιμένουν με ένα τζιπ, αν θες, σε παίρνουμε μαζί μας.

Σε 10 λεπτά βγαίνουμε από την πύλη του μικρού αεροδρομίου,αυτός απορώντας με το πόσο λίγες αποσκευές είχα, και γω με το πόση φασαρία μπορούν να δημιουργήσουν 5 10 οδηγοί που πέφτουν πάνω σου για να σε κάνουν πελάτη.
-Μη δίνεις σημασία, χαλάρωσε, τώρα είσαι δικός μου καλεσμένος, με καθησύχασε ο Φαρίντ- το
όνομά του το έμαθα αργότερα, στο δρόμο.
Συναντάμε τους φίλους του (συγγενείς;) να μας περιμένουν εκεί. Συγκρατημένες αγκαλιές μεταξύ τους, πολύ ήσυχα χαιρετιούνται. Το ίδιο ήρεμα χαιρετούν και εμένα, δια χειραψίας, κατάματα και με ένα χαμηλόφωνο σαλαμαλέκουμ. Αλέκουμσαλαμ απαντώ, φορτώνουμε τα μπαγκάζια και ξεκινάμε.
Σε ένα τζιπ λοιπόν, με 4 μουσουλμάνους που δεν έχω ξαναδεί (και ούτε και ξανάδα), για το Βαράνασι.
Στο δρόμο μαθαίνω πως ο Φαρίντ είναι μετανάστης στην Ν. Αφρική, και πως γυρίζει μετά από καιρό στο Βαράνασι, οπού γεννήθηκε. Μου λένε πως δεν θα περάσουν από τη Σοναρπούρα, αλλά θα με αφήσουν νωρίτερα, γιατί θα σταματήσουν να πάρουν κάτι φάρμακα...ψιλή κουβέντα, ρωτά για την Ελλάδα, για μένα...όταν του λέω πως είμαι φυσιοθεραπευτής, δε διστάζει να μου πει για ένα πρόβλημα υγείας που τον ταλανίζει, εξ ου και τα φάρμακα. Του εξηγώ ότι δεν είμαι γιατρός οπότε είναι ανεύθυνο τουλάχιστον εκ μέρους μου να κυκλοφορώ από δω και από κει μοιράζοντας διαγνώσεις, αλλά για αυτόν όλα αυτά ακούγονται περιττές λεπτομέρειες, ο άνθρωπος θέλει να πει τον πόνο του. Έτσι, αφού του είπα τη γνώμη μου για το πρόβλημα του, νιώθοντας ότι μέσες άκρες μέσα έπεσα σε αυτά που του είπα, με ευχαρίστησε για τη βοήθεια. Ένιωσα πολύ καλά, σκεπτόμενος πως, κάπως, ανταπέδωσα το καλό που αυτός μου έκανε παίρνοντας έναν άγνωστο ευρωπαίο τζαμπατζή μαζί του από το αεροδρόμιο.
Με αφήνουν σε μια παρανοϊκή (με τα δικά μας δεδομένα) λεωφόρο(με τα δικά τους), σε μια περιοχή πραγματικά άγνωστη, πολυσύχναστη αλλά και χαώδη. Προσανατολισμός; εδώ γελάνε! Ρωτώ για τη Σοναρπούρα, και για το ζαχαροπλαστείο-φημισμένο υποτίθεται, (τρομάρα μου!) Κσι σαγκάρ. Με τη βοήθεια της παντομίμας και της τηλεπάθειας που δεν έχω, το κόβω με τα πόδια προς μια κατεύθυνση που στατιστικά τουλάχιστον έπρεπε να είναι η σωστή. Μετά από κανένα 20λεπτο, βλέπω μια πινακίδα με το όνομα του ξενοδοχείου μου. Ακολουθώντας 3 4 άλλες τέτοιες πινακίδες, άλλες στρατηγικά τοποθετημένες, άλλες εντελώς παραπλανητικά, περνώ το κατώφλι του Ganga Yogi Lodge.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου