Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο 20


ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΟΛΗ;





Χτυπάω το κουδούνι. Auld Lang Syne. Κοιτάω τη σκοτεινή σκάλα μέσα από τα κάγκελα της πόρτας. καμμία κίνηση. Χτυπάω και πάλι. Fur Elise. Τίποτα. Ragtime. Κάθε φορά που χτυπάω το κουδούνι ηχεί μια ξεχωριστή μελωδία, με τον ίδιο ηλεκτρονικό σπαστικό ήχο. Ωστόσο όσο και να χτυπάω, δεν κατεβαίνει κανένας να μου ανοίξει. Αφήνω την προσπάθεια πριν το κινέζικο κουδουνάκι μου παίξει όλο το ρεπερτόριό του. Ανάμικτα συναισθήματα, από τη μια σίγουρα δεν ακούγεται ιδιαίτερα καθησυχαστικό να μη βρίσκεις ξενοδοχείο στη μέση του Ρατζαστάν, στις τέσσερις τα ξημερώματα, και μάλιστα πρωτοχρονιάτικα. Από την άλλη πάλι, βλέποντας και μόνο αυτό το κτίριο από έξω (και μαντεύοντας την εμφάνιση του από μέσα) αναρωτιέσαι γιατί να θέλεις καλά και σώνει να κλείσεις δωμάτιο εδώ, σε αυτό το ξενοδοχείο. Άμα ρίξεις και μια ματιά στο περιβάλλον αστικό τοπίο...
Το μοναδικό στοιχείο που μαρτυρά τη χρήση αυτής της ξοφλημένης πολυκατοικίας ως ξενοδοχείου είναι η τεράστια νέον φωτεινή πινακίδα στην ταράτσα, που με οριακά ανορθόγραφα αγγλικά προσπαθεί να προσελκύσει τους ταξιδιώτες που έρχονται από τον κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό. Κατά τα άλλα, δεν είναι παρά ένα χρεοκοπημένο τριώροφο με μαυρισμένους τοίχους, με στενά κατασκονισμένα μπαλκόνια που βλέπουν στη λεωφόρο και με είσοδο που μου πήρε 5 λεπτά να εντοπίσω ανάμεσα στις πολλές μικρές εισόδους των παρακείμενων παραγκομάγαζων. Μπα, καλύτερα όχι. Άντε τώρα βρες κατάλυμα...
Ακόμα μια φορά αποδεικνύεται πως τα σχέδια για ένα ταξίδι ουσιαστικά γίνονται καθ' οδόν, στη διάρκεια του ίδιου του ταξιδιού. Τις ατελείωτες ώρες της διαδρομής με το τραίνο, περισσότερο για να διασκεδάσω τη βαρεμάρα μου και να διώξω από πάνω μου τη σπαρίλα της αδράνειας παρά για ουσιαστικούς λόγους, είχα ασχοληθεί με τον τουριστικό οδηγό που είχα μαζί μου. Έμαθα για το Τζόντπουρ, τι αξίζει να δεις, πού να μείνεις, πού να φας, πώς θα φτάσεις, πώς θα φύγεις. Εκ των προτέρων υποψιασμένος για τις καθυστερήσεις των ινδικών τραίνων, έχοντας κατά νου λοιπόν πως θα φτάσω ώρα περασμένη στον προορισμό μου, σκόπευα να καταλύσω σε ένα από τα ξενοδοχεία που βρίσκονται παραταγμένα κατά μήκος της λεωφόρου που περνά έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό και που οδηγεί στο κέντρο της πόλης. Επέλεξα ένα ξενοδοχείο, έχει αρκετά η περιοχή. Αν αυτό δεν κάτσει, δεν πειράζει, υπάρχουν άλλα τριγύρω, κανένα πρόβλημα. Αυτό ήταν το αρχικό σχέδιο που ήθελα να ακολουθήσω.
Αφού το τραίνο έφτασε στο Τζόντπουρ, μαζί με τους λιγοστούς πια επιβάτες, βγήκα από το σταθμό, αφ'ενός ζαλισμένος από το πολύωρο ταξίδι και τα δέκατα, αφ'ετέρου ζαλωμένος με το σάκο μου που είχε βαρύνει κάπως μετά το Βαράνασι. Αλήθεια το μπουκάλι με το κρασί είναι πια παρελθόν, αλλά στη θέση του με βάραιναν και με το παραπάνω τα ψώνια που είχα κάνει ήδη. Ψιλοπράγματα δηλαδή, απαραίτητα πράγματα που δεν είχα κουβαλήσει επίτηδες από την Ελλάδα για λογούς οικονομίας βάρους. Σαμπουάν, σαγιονάρες, οδοντόκρεμα, μπλουζάκια, το ένα και το άλλο. Και κάτι υπέροχα μπατίκ από την αγορά του Βαράνασι, βεβαίως.
Να είχαμε τώρα ένα τσάι να πιούμε, να συνέλθουμε. Τσαγάς τέτοια ώρα στο σταθμό ούτε ένας δυστυχώς. Ντριμπλάρω με προσποίηση και διπλό σπάσιμο μέσης (φτυστός ο Νίκος Γκάλης) τους ταξιτζήδες που είχαν στήσει καρτέρι έξω από το σταθμό, με ανοιχτό βήμα προχωρώ προς την έρημη λεωφόρο.
Κοιτάζω αριστερά και δεξιά, προσπαθώ να καταλάβω προς τα πού φυσά ο άνεμος, βγάζω τον οδηγό από την τσέπη. Ο προσανατολισμός δεν μου είναι εύκολος, πάλι δεν κατορθώνω να αναγνωρίσω σημεία αναφοράς, οι συγκυρίες δε βοηθάνε. Ξεκινώ να βαδίζω προς την πιθανότερη για σωστή κατεύθυνση, ο τρόπος να νικήσω και τη ψύχρα είναι το γρήγορο περπάτημα.
Στη λεωφόρο επικρατεί απόλυτη ησυχία, μακρυά διακρίνω ένα δυο ανθρώπους που έφτασαν μαζί μου και που κι αυτοί έχουν πάρει το δρόμο τους φορτωμένοι με τα μπαγκάζια τους. Διασχίζω το δρόμο, περνώ απέναντι. Εκατέρωθεν του δρόμου στέκονται διώροφα και τριώροφα άσχημα, μουντά, σχεδόν εγκαταλελειμμένα κτίρια, που δείχνουν να απορροφούν εντελώς το φτωχό φωτισμό της λεωφόρου. Μεγάλες νέον φωτεινές επιγραφές εμφανίζονται σποραδικά στην κορυφή τους, διαφημίζουν τα ξενοδοχεία που είχα δει και στον οδηγό. Κάτω, στο ισόγειο, στεγάζονται μαγαζιά τρύπες στον τοίχο, το ένα κολλητά στο άλλο, τα ρολά τους πατιναρισμένα με σκόνη και καυσαέριο. Αν και αυτή τη στιγμή ο δρόμος ήταν άδειος, ήμουν σίγουρος πως την ημέρα εδώ γίνεται πανικός, από κίνηση και από κόσμο. Όπως είδα τις επόμενες μέρες, δεν έκανα λάθος.
Από τα κενά ανάμεσα στα κτίρια μπορώ να διακρίνω λίγα πράγματα στο σκοτάδι, σωροί από σκουπίδια, μαχαλάδες με χαμηλά σπίτια, παράγκες άναρχα δομημένες. Στην τσινετσιτά, στα σκηνικά για τα γουέστερν σπαγγέτι, πίσω από τις προσόψεις των κτιρίων δεν υπήρχε τίποτε. Εδώ έχω την εντύπωση πως πίσω από την πρώτη σειρά των κτιρίων, αρχίζει η αληθινή πόλη, το αστικό χάος. Ανάμεσα στους σωρούς σκουπιδιών που προσπερνάω διακρίνω μπόγους αραδιασμένους στο πεζοδρόμιο. Είναι άνθρωποι που κοιμούνται, εκεί μέσα στη βρωμιά του πεζοδρομίου, στη σειρά, δεκάδες, τυλιγμένοι στις σκονισμένες κουβέρτες τους, κουκουλωμένοι ως επάνω. Αυτή ήταν λοιπόν η γαλάζια πόλη;
Στέκομαι αμήχανος μπροστά από το ξενοδοχείο όπου όλοι κοιμόντουσαν, συμπεριλαμβανομένου και του ξενοδόχου. Να κοιτάξω σε κάποιο άλλο παρακείμενο ξενοδοχείο επί της λεωφόρου; Χμ...εδώ θέλω να μείνω τις λίγες ήμερες μου εδώ; Λοιπόν, δεν μου μένει άλλη εναλλακτική από το να περάσω στο πλάνο Β.
Συνεχίζω να βαδίζω με κατεύθυνση- υποθετικά- προς την πόλη. Προορισμός μου ένας ξενώνας στην παλιά πόλη. Περπατάω με την ελπίδα να μη χαθώ στα σοκάκια, στο μυαλό μου έρχεται ο λαβύρινθος του Βαράνασι. Αν είναι και εδώ τα πράγματα έτσι, με βλέπω να ξημερώνομαι στο δρόμο. Και βέβαια ελπίζω ο ξενοδόχος να μην κοιμάται βαριά. Και να έχει δωμάτιο διαθέσιμο... προς το παρόν έχω αφήσει τη λεωφόρο και ανηφορίζω σε έναν άλλο φαρδύ δρόμο, γεμάτο μεγάλα εμπορικά καταστήματα, τα περισσότερα τουριστικά. Μπροστά τους βουνά από σκουπίδια, σχεδόν κρύβουν τις βιτρίνες. Αν στην Ελλάδα βρίσκεις παντού γόπες και αποτσίγαρα, στην Ινδία παντού βλέπεις πετάμενα πλαστικά φακελάκια από πάαν και μπέτελ νατς, αυτό το μείγμα που βάφει το στόμα των ντόπιων κατακόκκινο μετά από πολύωρη χρήση. Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα σπάνε το κεφάλι τους ανασκάβοντας ευρήματα της εποχής μας, μα καλά, πόσο πάαν κατανάλωναν;
Βρίσκω το πρώτο σημείο αναφοράς της πόλης που μαρτυρά πως είμαι σε καλό δρόμο. Περνώ μια πύλη, διακρίνω τον πύργο του ρολογιού της πόλης να δεσπόζει μπροστά σε μια πλατεία. Μεγάλη έκπληξη όμως μου προκαλεί ένα άλλο γεγονός: η έντονη ένοπλη παρουσία της αστυνομίας και του στρατού. Ανά διακόσια μέτρα περίπου της διαδρομής μου υπάρχουν στημένοι δυο τρεις ένστολοι με αυτόματα. Η ανία της υπηρεσίας είναι ευδιάκριτη στα πρόσωπά τους, είναι άλλωστε φαινόμενο διεθνές, οποίος έχει πάει στρατό το έχει αισθανθεί παραπάνω από όσο θα ήθελε. Το πέρασμα μου δεν τους ξαφνιάζει,αλλά δε δείχνουν και απειλητικοί, όσο επιτρέπεται να ειπωθεί κάτι τέτοιο για ανθρώπους που κρατούν αυτόματα στα χέρια. Τάχα μου τους ρωτάω προς τα πού πέφτει το τάδε, αν πάω καλά για το δείνα. Μου απαντάνε χαμογελαστοί με νοήματα, τα αγγλικά μάλλον δεν ήταν το δυνατό τους χαρτί. Ένας δυο ωστόσο θα μου πουν ζωηρά Happy New Year!, θέλοντας να μου δείξουν πως από αγγλικά μεγάλε δε σκαμπάζουμε, αλλά καμμία φράση τη σπρεχάρουμε, και ξέρουμε τι γίνεται στον κόσμο, έχετε Πρωτοχρονιά εσείς έτσι δεν είναι; Επιστρέφω το χαμόγελο, αλήθεια πόσοι από τους δυτικούς ξέρουν πότε πέφτει το Ντιβάλι, η δική τους Πρωτοχρονιά; ή το Ραμαντάν;
Προχωρώ μέσα στην παλιά πόλη, ο δρόμος που έχω πάρει δεν είναι πια φαρδύς και μεγάλος, ούτε όμως και σοκάκι από τη μυρμηγκοφωλιά του Βαράνασι. Δεν υπάρχουν πεζοδρόμια, υπάρχουν όμως οι γνωστοί ανοιχτοί οχετοί για τα βρωμόνερα αριστερά και δεξιά. Προσπερνώ κλειστά μαγαζιά, διασχίζω σταυροδρόμια με άλλους δρόμους που δεν ακολουθούν ευθείες γραμμές. Τα κτίρια εδώ είναι πιο ανθρώπινα, δείχνουν παλιά, επάνω τους πίσω από τη σκόνη, ή, στην καλύτερη περίπτωση, πίσω από τη ξεφλουδισμένη μπογιά φαίνονται διακοσμητικά στοιχειά, κάμαρες, γεωμετρικά σχήματα χτισμένα με τούβλα, στηρίγματα μπαλκονιών με όμορφες καμπύλες, περίτεχνες καγκελόπορτες, γύψινες διακοσμήσεις γύρω από καφασωτά παράθυρα, πάνω από πόρτες, παλιά υπέροχα παρηκμασμένα αρχοντικά. Οι πλίνθινοι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι, αλλά με το υπάρχον φως δεν μπορώ να καταλάβω ποιο είναι το χρώμα τους. Περνάω κάτω από καμάρες και πύλες κεντημένες με γεωμετρικά πρότυπα. Η φτώχια και η εγκατάλειψη είναι έκδηλη, το ίδιο έκδηλη όμως είναι και η ομορφιά που έχει απομείνει στο αστικό τοπίο που έχει δημιουργηθεί σε ανθρωπινή κλίμακα, το άρωμα της αίγλης παλαιότερων εποχών δεν έχει ξεθυμάνει εντελώς.
Περνώ έξω από έναν ινδουιστικό ναό, κεράκια, από μέσα ακούγεται ένας συνεχής βόμβος σαν ψαλμωδία. Λίγο νωρίτερα είχα αντιληφθεί έναν απόμακρο συνεχή ήχο σαν τραγούδι πολλών ανθρώπων μαζί, στο μυαλό μου έρχονται ήχοι από κάποια παράξενη λιτανεία, η φαντασία μου αρχίζει και πλέκει. Είναι προφανές, κάτι συμβαίνει απόψε στο Τζόντπουρ. Γιατί δεν κοιμούνται αυτοί, τέτοια ώρα; Τι δουλειά έχει ο στρατός στους δρόμους; τι γιορτάζουν αυτοί οι πιστοί; την πρωτοχρονιά των χριστιανών, να τρελαθούμε δηλαδή εντελώς; και τι πιστοί είναι αυτοί; ποια πίστη ακολουθούν; Τι τρέχει τελοσπαντων;
Με προσπερνά ένα στρατιωτικό τζιπ, δεν είναι το πρώτο που βλέπω. Λίγο πιο μπροστά μου σταματάει, αλλάζουνε τη βάρδια δυο στρατιωτών. Πλησιάζω, ρωτώ το μυστακοφόρο βαθμοφόρο μήπως κατά τύχη γνωρίζει αν πάω καλά για το Saji Sanwri Guest House. Είμαι τυχερός, μιλά αγγλικά, ασφαλώς όχι χωρίς τη χαρακτηριστική ινδική προφορά. Μου δίνει οδηγίες, είναι πολύ εύκολο, είναι άλλα πεντακόσια μέτρα ευθεία και λοξά δεξιά και πάλι δεξιά. Μια παρέα από πιτσιρικάδες μας προσπερνάει εύθυμη, κοντοστέκεται να μας ακούσει. Μυστήρια πράγματα. Περπατάω σε έρημους δρόμους δε ξέρω πόση ώρα, συναντώντας μόνο φαντάρους, και τώρα εμφανίζεται από το πουθενά μια παρέα με γελαστά δεκαπεντάχρονα. Ένας από αυτούς μου λέει έλα θα σε πάω, ξέρω πού είναι.
Ο μυστακοφόρος βαθμοφόρος τον αποπαίρνει μια απότομη και τραχιά φράση, τη συνοδεύει με ένα άγριο βλέμμα. Δεν του άρεσε το ότι οι πιτσιρικάδες μάλλον προσπαθούσαν να βγάλουν ένα μπαξίσι προσφέροντάς μου μια υπηρεσία που δεν χρειαζόμουν, παρόντος του ιδίου τουλάχιστον. Τι τα έχουμε πλάκα τα γαλόνια.
-Έλα μαζί μας, ανέβα στο τζιπ. Περνάμε από κει, σε ένα λεπτό θα είσαι στο ξενοδοχείο σου. Σε περιμένουν;
-Ευχαριστώ πολύ, θα περπατήσω, αν είναι μικρή η διαδρομή δεν αξίζει, μη σας βάζω σε κόπο...
-Όπως προτιμάς, Καλή χρονιά! Μου εύχεται με συγκρατημένο χαμόγελο και ανεβαίνει στο τζιπ.
Λίγο πριν κλείσει την πόρτα προλαβαίνω να τον ρωτήσω:
-Τι συμβαίνει απόψε; Γιατί ο στρατός στο δρόμο; Υπάρχει κάποια γιορτή; Υπάρχει κίνδυνος;
-Full Moon...πρόλαβε να μου απαντήσει καθώς ο οδηγός πάταγε το γκάζι.
Μάλιστα, πανσέληνος. Έχω μείνει ελαφρώς παξιμάδι. Η απόκριση του καραβανά δεν απάντησε τα ερωτηματικά μου, μάλλον δημιούργησε νέα...
Φτάνω κοντά στον προορισμό μου, βλέπω την πινακίδα να φωτίζει ρυθμικά το στενό. Αυτό που δε βλέπω είναι η ώρα να πέσω να χουχουλίσω σε ένα κρεββάτι, νομίζω πως είμαι στα όρια μου.
Χτυπάω το κουδούνι, ένας αγουροξυπνημένος νέος εμφανίζεται και μου λέει ευγενικά ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο. Την πατήσαμε.
-Δηλαδή πότε έχεις δωμάτιο;
-Αύριο στις εννέα το πρωί αδειάζει ένα δωμάτιο, οπότε κατά τις εννέα και μισή είναι στη διάθεσή σας...
Τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Είναι καλές πέντε το πρωί, αλλά τέσσερις ώρες ακόμα στο δρόμο και το κρύο δεν νομίζω ότι μπορώ να αντιμετωπίσω... με ζώνουνε τα φίδια.
-Αν δεν σας πειράζει μπορώ να σας βάλω μέχρι το πρωί σε ένα κρεββάτι στο σαλόνι, και να σας ξυπνήσω όταν το δωμάτιο θα είναι έτοιμο... συμπλήρωσε ο νέος, που όσο πέρναγε η ώρα μάλλον ξύπναγε περισσότερο και κατέβαζε ιδέες η γκλάβα του.
-Ακούγεται υπέροχη ιδέα, απαντώ... Έλα ρε μεγάλε, με το τσιγκέλι θα στα βγάζουμε, εδώ είμαστε στο αμήν...
Σε δυο λεπτά είχα στρώσει σεντόνια κουβέρτες είχα πλύνει δόντια μούτρα και είχα πέσει ξερός. Κοιτάζω αφηρημένα τα κόκκινα φωτεινά ψηφία του ηλεκτρονικού ρολογιού που είναι ακουμπισμένο στο τραπεζάκι. Το κεφάλι μου είχε μουδιάσει και ένιωθα κουρασμένος από το περπάτημα. Όλα καλά, είπα μέσα μου, όλα καλά. Δε χρειαζόταν να βάλω θερμόμετρο, καταλάβαινα τα δέκατα να χορεύουν τρελαμένα στα μηνίγγια μου. Με την πανσέληνο σεληνιάστηκαν κι αυτά, βγήκαν να το γλεντήσουν.



19 σχόλια:

  1. Η οικειότητα της επιστροφής!!!
    Υπέροχη μυθιστορηματική αφήγηση, που εξελίσεται κινηματογραφικά και μιλάει ροκ, αναζητώντας ωστόσο θαρρώ, τον πλήρη τονισμό της.
    Θαυμάσια Χρήστο,όλο και καλύτερα.
    Σ' ευχαριστώ πολύ.Μαρία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Christo έτσι οπως γράφεις παυει να είναι πλέον ιστορία-γίνεται πραγματικότητα!!
    οι εικονες που μου γεννιουνται μπαινουν στο πετσι μου..
    και ο david sylvian ο πιο ταιριαστός επίλογος του κεφαλαίου!
    σε ευχαριστώ πολύ φίλε μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Με τη μουσικη να κραταει οσο ακριβως και η αναγνωση γινεται κινηματογραφικη η αφηγηση. Θα μαθουμε, φανταζομαι, τι συνεβαινε εκεινη τη νυχτα,ε? Στη Σρι-Λανκα παντως γιορταζουν καθε μηνα την πανσεληνο, κατι αντιστοιχο ισως και στην Ινδια. (coccobill)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ρενατα ευχαριστω πολυ,
    Μαρια ευχαριστω και για τη διορθωση, πολυτιμη βοηθεια!
    Coccobill γεννηθητω το θελημα σου, τα κειμενα τωρα εχουν μουσικη υποκρουση, απαραιτητες μικροαλλαγες...
    Σε ο,τι αφορα την πανσεληνο και τον εορτασμο της,αυτα που εμαθα ηρθαν κατοπιν και απο το δικτυο, οχι επι τοπου δυστυχως...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Την μέρα που ειχα ερθει στον Σταθμο Λαρισης να σε δω που εφευγες φανταρος καπως έτσι μου ειχε φανεί και εμενα η Αθηνα! Φανταζομαι ομως πως η εκεί εμπειρία ήταν πολυ πιο δυνατή. Τελικα η ατμοσφαιρα είναι μέσα μας και περιμένει ενα σκηνικό για να βγεί!
    Καλή συνέχεια (keep walking!!!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. πω πω! τι μου θυμησες τωρα ανωνυμε με το σχολιο σου...Βασικα μου θυμισες οτι για φανταρος εφυγα απο τον Κηφισο και οχι με τραινο, και ημουνα και μονος μου. Παντως ειμαι σιγουρος πως ετσι περιπου σου φανηκε και σενα η Αθηνα. Αμα εχεις πιει κιολας... τι τα θες, in vino veritas...
    Ευχαριστω πολυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Χρήστο συνεχίζουμε να σε διαβάζουμε και εδώ. Ο "πατήρ" μας έδειξε το δρόμο...
    mariath (Μαρία)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. πορευθειτε το δρομο της αρετης, εις το ονομα του πατρος...
    σε ευχαριστω Μαρια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Την ευλογία μου τέκνον μου!

    Αρχή δεύτερου κύκλου, αλλαγή σκηνικού, χαμένος στην κεντρική λεωφόρο, χαμένη λεωφόρος, Ντέιβιντ Λύντς, δεν παύεις να μας εκπλήσσεις ευχάριστα, ξάγρυπνοι κι εμείς, πανσέληνος - παν-σελ-οινος, εδώ πιστοί μην τύχει και σβήσει η φλόγα...

    ο "πατήρ"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ Χρήστο.Ζητήσατε και θα λάβετε.
    maιra(Μαρία)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. ευχαριστω πολυ! να αυτα ειναι και θα με κανετε να τρεχω να βρω εκκλησιες στο τουνεζι πασχαλιατικα, ο αμαρτωλος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Κι ετσι ξαναβρεθηκα στην Ινδια,να περπαταω νυχτα στους δρομους... αναζητωντας τον Καινουριο Χρονο!
    ευχαριστω!
    Χρυσα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. ερημη πολη...που πηγαν ολοι...

    κεντισες παλι...

    χαιρομαι που σε ξαναβρησκω κ μπαινω στην παρεα...

    ελενη (eleni70)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. ...μπήκε λοιπόν κι ο καινούργιος χρόνος... κι ύστερα; για λέγε λοιπόν!
    ι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. egw den exw na prosthesw tipota ...
    mono na apaithsw.....AKOMA?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. "...κι υστερα;" υπομονη καλη μου ι.
    "...ΑΚΟΜΑ;" Χριστινα εννοεις ακομα να τελειωσω την αφηγηση, ακομα να γραψω το επομενο, ή ακομα, δηλ κι αλλο κι αλλο?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Ο λαός σου σε καλεί.... !!(Μ.Ζ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. ανωνυμε, οντως ηρθες στο σταθμο Λαρισσης και δεν ηρθες πιωμενος! ανακαλω! αλλα με βρηκες στο κεντρο διερχομενων, και ημουν ηδη στρατιωτης,αν και δεν ειχα οριστει ακομη. το ειχα ξεχασει!

    ΑπάντησηΔιαγραφή