ΠΡΟΣΔΕΘΕΙΤΕ. ΚΑΙ ΚΑΠΝΙΣΤΕ.
Τον Dave τον γνωρισα πριν το ξημερωμα της παραμονης των Χριστουγεννων, την πρωτη φορα που κατεβηκα νωρις το πρωι στα ghats. Xρονολογικα ηταν ο πρωτος απο τους δυο Dave που γνωρισα στο Βαρανασι, αμφοτεροι απο τον Καναδα. Αρκετα διαφορετικος απο τον ηλικιωμενο συνονοματο του ωστοσο, και οχι μονο λογω ηλικιας. Τριανταπενταρης, με ενα μονιμο ανθυπομειδιαμα να διακρινεται μεσα απο τη γενειαδα του, αφηνε να διαφανει απο τις κινησεις, τα λογια και τη συμπεριφορα του μια περιπαιχτικη διαθεση, συνδιασμενη με την καυστικη αποχρωση ενος λεπτου χιουμορ, ή λεπτη αποχρωση καυστικου χιουμορ, τι να πω, δεν εβγαλα ποτε ακρη. Αργοτερα, οταν εμαθα την ασχολια του, σκεφτηκα οτι αυτη η διαθεση για πλακα δεν ειναι τιποτε αλλο απο μια υγιεστατη αντιδραση σε ολα οσα βιωνε εκει που δουλευε. Ηταν καθηγητης στο πανεστημιο της Καμπουλ, ηταν υπευθυνος να διδαξει αγγλικα στους δημοσιους υπαληλους που θα επανδρωναν καποια στιγμη τις ανα τον κοσμο διπλωματικες αποστολες του Αφγανισταν. Ενα παρτυ καθε μερα, οπως ελεγε. Εμενε μονιμα εκει, μια διαμονη που ζωγραφισε με ενδιαφεροντα μεν, ζοφερα δε, χρωματα. Ζουσε μαζι με την ιταλιδα φιλη του, την οποια θα συναντουσε σε τρεις μερες πισω στο Δελχι, για να περασουν την Πρωτοχρονια στο νοτο, στη θαλασσα.
Οσο καιρο περασαμε μαζι ειχε μονιμα μια επαγγελματικη φωτογραφικη μηχανη κρεμασμενη στο λαιμο του. Και βεβαια στην πλατη βιδωμενο το σακιδιο με τον υπερευρυγωνιο, το φλας και ενα σωρο αλλα μπιχλιμπιδια, που κοστιζαν ενα σκασμο λεφτα. Οταν διασταυρωνοταν ο δρομος του με αλλους τουριστες που μοιραζονταν το ιδιο παθος με αυτον, καθοντουσαν και συγκρινανε φακους και διαφραγματα και τεχνικα στοιχεια σαν παιδακια. Για να εισπραξει βεβαια αφθορει και παρα χρημα την καζουρα απο μερους μου, αντε παιδακια, τελειωνετε, ποιος την εχει πιο μεγαλη (τη μηχανη) κλπ... Φυσικα την απαντηση την ειχα σε κλασματα δευτερολεπτου, μιλανε και οι ποδηλατες, τι συντριμμι ειναι αυτη η μηχανη σου, ποσο σε πληρωσανε για να την αγορασεις και τετοια παρομοια. Οχι θα μου τη χαριζε.
Τον πρωτοειδα λοιπον στα σκοταδια του Dasashwamedh ghat, να καθεται και να παζαρευει με τους απιστευτους κραχτες που προσφεραν βαρκαδα στο Γαγγη. Ο βαρκαρης του ζητουσε 250 ρουπιες, ο καναδος του προσφερε 50. Η αποδεκτη τιμη ηταν 100 ρουπιες, η διαφορα για εναν δυτικο δεν ελεγε πολλα πραγματα. Ουσιαστικα παζαρευε κατι που δεν τον ενδιεφερε. Η αληθεια ειναι οτι εγω προσπαθουσα να δωσω στους υπεραριθμους και εξαντλητικα επιμονους κραχτες να καταλαβουν οτι πραγματικα δεν θελω βαρκαδα, λεγοντας τους με χαμογελο πως ''οχι, ευχαριστω, δεν θελω, ισως αυριο''. Η προσεγγιση του Dave απειχε απο τη δικη μου.
-Βασικα θελω να κανω τον κραχτη να πει οχι, και να μην το πω εγω.
-Γιατι, τι θα παθεις αν πεις οτι δεν θες?
-Πως τι θα παθω? Ειπα ποτε οτι θελω βαρκαδα? Απο τη στιγμη που με ζαλιζουν χωρις να ζητησω τιποτε, πρεπει να ειναι ετοιμοι να αντιμετωπισουν και τετοια...
Ατελειωτες ωρες χαρας και ευχαριστησης...
-Δε βγαζουμε ακρη, ο ανθρωπος ειναι χτυπημενη κονσερβα, ελεγα στον εαυτο μου φωναχτα, για να με ακουσει ο περι ου ο λογος.
-Ναι, ειμαι, γι'αυτο και η τιμη πρεπει να πεσει και αλλο. 45 ρουπιες.
Καναμε πολυ καλη παρειτσα οι δυο μας.
Δυο τσαγια με τσιγαρακια και δυο οκαδες παζαρια αργοτερα, με ολοενα και περισσοτερους και πιο επιμονους κραχτες, ξεκινησαμε μια βολτα κατα μηκος της οχθης. Ειχε αρχισει να χαραζει.
Κοντοσταθηκαμε σε σημειο, αντικρυζοντας ενα θεαμα παραξενο. Εμοιαζε σα θεατρικη σκηνη. Το σκηνικο ηταν ζωγραφισμενο στον τοιχο. Στη μια ακρη μια μεγαλη ζωγραφια του Satya Sai Baba με κιτρινη πουκαμισα και εναν πρασινο παπαγαλο καθισμενο στο δαχτυλο του. Στο υπολοιπο της επιφανειας, μια μεγααλη τοιχογραφια οπου δεσποζει ο μπλε θεος, ο Κρισνα, με τη γυναικα του τη Σαρασουατι, καθισμενοι σε ενα θρονο. Διπλα τους ο Χανουμαν, ο θεος πιθηκος και καποιος αλλος κυριος αγνωστων λοιπων στοιχειων, υποβαλλουν τα σεβη τους στο θεικο ζευγος.
Αν το σκηνικο ηταν θεαματικο, η σκηνη και οι πρωταγωνιστες ηταν τουλαχιστον ιδιοτυποι.
Στη μεση μια ελαφρα υπερυψωμενη εστια με θρακα και κατι δυο τρια κουτσουρα που αχνιζανε. Τρια τεσσερα μπαμπου και μια μπρουτζινη τριαινα, στερεωμενα ορθια με πετρες, με γιρλαντες απο χρυσανθεμα να κρεμονται. Στο πλαι της φωτιας δυο νεοτεροι ανδρες με τα κεφαλια καλλυμενα με πορτοκαλι τουρμπανι, τυλιγμενοι ο καθενας στο λερο του μαλλινο σαλι. Και μπροστα στη φωτια, σα να μοιραζονται τους πρωτους ρολους του καστ, δυο σαντου ετοιμαζουν το τσαι.
Το πρωτο πραγμα που σου κανει εντυπωση δεν ειναι τα μαλλια τους που ειναι σε τζιβες και δεμενα πανω στο κεφαλι τους. Δεν ειναι οι χαντρες απο σανταλοξυλο που ειναι περασμενες στο λαιμο και τα μπρατσα τους. Δεν ειναι η γενειαδα τους που τους φτανει στο στηθος. Δεν ειναι το κατισχνο σωμα τους, λιποσαρκο, σκετο πετσι και κοκκαλο. Δεν ειναι ουτε η γυμνια τους, οπου μονο ελαχιστα κρυβονται απο ενα κουρελοπανο στη μεση.Το πρωτο πραγμα που σου τραβαει τη ματια ειναι το γεγονος οτι ειναι κατασπροι, αλειμμενοι με τις σταχτες της φωτιας.
Μας προσεχουν που κοντοστεκομαστε και τους βλεπουμε. Μας γνεφουν να σιμωσουμε, ελατε, το τσαι ειναι σχεδον ετοιμο, ελατε να πιουμε ενα μαζι. Πλησιαζουμε, βγαζουμε τα παππουτσια μας οταν μας το ζητουν και καθομαστε γυρω απο τη φωτια. Πιανουμε ψιλη κουβεντα.
-Ο μπαμπα φτιαχνει το καλυτερο τσαι, λεει ο ενας
-Ειναι το γαλα που το κανει καλο,συμπληρωνει ο μπαμπα.
Μας λενε τα ονοματα τους, αλοιμονο, τα ξεχνω σχεδον αμεσως. Και τα δυο εχουν το προθεμα μπαμπα μπροστα. Πατερουλης, παππους. Τα αγγλικα του ενος γινονται κατανοητα, ο αλλος ειναι σχεδον ακαταληπτος. Δεν φαινεται να εχει ουτε ενα δοντι στο στομα του. Ειναι αδυνατο να προσδιορισω την ηλικια τους, ειναι εξισου πιθανο να ειναι τριαντα ή εξηντα χρονων.
Το τσαι ειναι ετοιμο και σερβιριζεται σε μικρα γυαλινα ποτηρια. Σιγα μην εχουν πλυθει ποτε, με αυτα θα ασχολουμαστε τωρα.ειναι παχυ και γλυκο. Καλο.''Ειναι το γαλα'', επαναλαμβανει ο μπαμπα. Παω να πεταξω τη γοπα στη φωτια χωρις να σκεφτω.
-Οχι, οχι!αλλου, οχι εδω! Τεινει το χερι ο ενας αποτρεπτικα.
-Αυτη εδω ειναι ντουνι, ειναι ιερη φωτια, εξηγει ο αλλος.
Κερναμε τσιγαρα την παρεα,ολοι δεχονται. Τα ματια ολων ειναι κατακοκκινα, σταζουν αιμα. Οπως ειδα αμεσως μετα, δεν ειναι απο το ξενυχτι, ουτε απο την καπνα. Ενοσω ρουφαμε το τσαι, ο ενας απο τους δυο νεαροτερους ανδρες, αυτον με τα σχιστα ματια, πιανει να γεμιζει το τσιλουμ. Το τσιλουμ δεν ειναι αλλο απο μια πηλινη ευθεια κωνικη πιπα που χρησιμοποιηται για το καπνισμα της γκαντζα ή του τσαρα, δηλαδη του χασις. Η χασισοποσια ειναι κοινο και αποδεκτο ακολουθο της ζωης των σαντου, αποτελει μαλιστα κομματι της λατρευτικης πρακτικης τους. Βλεπω τον νεο να γεμιζει το φαρδυ ακρο του τσιλουμ. Σκεπαζει το στενο ακρο με ενα πενταβρωμικο κουρελοπανο εν ειδει φιλτρου, κουφωνει τις παλαμες του και τις ενωνει, στερεωνει το τσιλουμ αναμεσα στα δαχτυλα χωρις να αφηνει κενα, βαζει το στομα του στην τρυπα αναμεσα στους αντιχειρες. Ο γκουρου με μια φοβερης χαρης κινηση,γερνει το σωμα, εκτεινει το χερι και του δινει φωτια απο ενα σπιρτο. Η εικονα μοιαζει να βγαινει απο τοιχογραφια σε φρεσκο στην Ιταλια της Αναγεννησης. Ο νεος ρουφαει, απο το στομα του βγαινει πυκνος καπνος. Τα ματια του τωρα και αν ειναι κοκκινα. Πασαρει το τσιλουμ στο δασκαλο του. Η διαδικασια επαναλαμβανεται.
Ενας περαστικος σταματαει μπροστα μας, ενωνει τα χερακι σε σταση ικεσιας και αρχιζει να προσευχεται στραμμενος προς το μερος μας. Οταν τελειωσει θα προσεγγισει θα αφησει ενα πακετακι (τι?) και θα φυγει για το δρομο του.Ειναι φανερο πως η παρουσια των σαντου για πολλους ανθρωπους αποτελει αδιαμφισβητητη εκδηλωση του θειου στον επιγειο κοσμο.
-Τι τρωτε? Πως τη βγαζετε? Ρωταω αυτον που μολις εκανε την πιπα του.
-Τρωμε ο,τι εχουμε, ο,τι μας δωσουν.Το σωμα ζητα συνεχεια, αλλα τρωμε μια φορα την ημερα. Κοιμομαστε εδω, προς το παρον. Σε λιγες μερες θα φυγουμε, παμε στο Haridwar, πρεπει να ειμαστε εκει για το Kumbh Mela.
Προκειται για τη μεγαλυτερη γιορτη των ινδουιστων συμβαινει καθε δωδεκα χρονια, στο ενα ιερο μερος, απο τα τεσσερα που υπαρχουν. Υπολογιζεται οτι στη γιορτη αυτη παριστανται μεχρι και εξηντα εκατομμυρια πιστοι...χωρια οι σαντου που εχουν και την τιμητικη τους.
-το σωμα ζητα, αλλα εμεις δεν του δινουμε, επαναλαμβανει ο αλλος μπαμπα, που πασαρε την πιπα στον επομενο. Χαμογελωντας με τα ουλα μονο, βγαζει μια φωτογραφια και μου τη δειχνει. Στη φωτογραφια εχει το πεος του εξω, τυλιγμενο σαν κοκορετσι γυρω απο τον αξονα της τριαινας. Φαινεται σχεδον αδυνατο.
-Δεν του δινουμε τιποτα. Μονο καπνιζουμε γκαντζα. Συνεχεια.
-Ναι, οολη τη μερα, συμπληρωνει ο πρωτος.
-Και πως αγοραζετε αν δεν εχετε λεφτα? Ρωτα ο καναδος.
-Δεν αγοραζουμε. Μας την προσφερουνε.
-Ναι. Εσυ μας δωσεις εκατο και θα το καπνισουμε οολο.
-Εκατο τι? Ρουπιες?
-Οχι. Εκατο γραμμαρια! Θα το κανουμε ολο!
Σκανε στα γελια. Ο ενας απο τους δυο πεφτει σε εναν παροξυσμο βηχα. Τρανταζεται ολοκληρος, ειναι αδυνατο να σταματησει. Οι αλλοι δε δειχνουν να δινουν σημασια. Το υποπλασμενο ατροφικο του χερι κρεμεται σαν πετσα απο τον αγκωνα και κατω, παραλυτο.
-Ετσι οπως πας δε θα μπορεις να καπνιζεις για πολυ. Πρεπει να προσεξεις λιγο την υγεια σου..
-Τιποτα δεν εχει σημασια για μας. Ουτως ή αλλως, ειμαστε απο καιρο πεθαμενοι.
Σηκωνομαστε, αφηνουμε την προσφορα μας, ευχαριστουμε για το τσαι και απομακρυνομαστε.
.... φύσα ρούφα τράβα το'νε... (Μ.Ζ)
ΑπάντησηΔιαγραφή