Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21




ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΟΛΗ



Είναι απόγευμα και βρίσκομαι στην κεντρική πλατεία του Τζόντπουρ. Γύρω μου επικρατεί χαμός. Λαοθάλασσα, άνθρωποι έρχονται και πάνε, γυναίκες κάνουν τα ψώνια της οικογένειας, βιαστικοί άνδρες σπρώχνουν αριστερά και δεξιά για να διαπεράσουν το τείχος από σώματα που μοιραία δημιουργείται, τουρίστες σαστισμένοι από την πολυκοσμία ακολουθούν το πολύβουο ανθρώπινο ποτάμι με βλέμμα χαμένο. Τσαγκάρηδες του δρόμου καθισμένοι στις φτέρνες τους με τα σύνεργα της δουλειάς απλωμένα μπροστά τους, περιμένουν τον επόμενο πελάτη, ανταλλάσσουν κουβέντες με τους λούστρους που έχουν βάλει το κασελάκι τους στην ίδια σειρά. Παραδίπλα γυναίκες με σάρι έχουν απλώσει σε πανιά στο έδαφος εκατοντάδες πλαστικά βραχιόλια. Τα τρίκυκλα ρίκσω και τα αυτοκίνητα προχωρούν ανάμεσα στους πεζούς, δοκιμάζοντας την τύχη τους σε αυτοσχέδιους διαγωνισμούς κορναρίσματος. Τεράστιοι πάγκοι λαϊκής που πουλάνε σάρι, βρακιά, πουκάμισα, παντελόνια, φανέλες, σαγιονάρες, παπούτσια, όλα νάιλον και κακής ποιότητας. Από τα μεγάφωνα που είναι στερεωμένα στους πάγκους, μια παραμορφωμένη αντρική φωνή με έκο διατυμπανίζει την πραμάτια και καλεί τους μουστερήδες ουρλιάζοντας κυριολεκτικά στη διαπασών. Πάρε κόσμε, τρία στο πενηντάρικο, το αφεντικό τρελάθηκε, η φτήνια τρώει τον παρά...
Εμένα πάντως με έτρωγε η πείνα. Η ήμερα είχε περάσει και από το πρωί δεν είχα βάλει κάτι στο στόμα μου. Η αλήθεια είναι ότι είχα μια ημέρα πλήρη δραστηριοτήτων.
Ο νεαρός υπάλληλος του ξενοδοχείου, πιστός το λόγο του, ήρθε κατά τις εννέα και μισή και με σήκωσε από το ντιβάνι οπού με είχε βολέψει για το βράδυ και οπού έπεσα ξερός λίγες ώρες νωρίτερα και με οδήγησε στο δωμάτιό μου. Το Saji Sanwri Guest House ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση, το κτίριο οπού στεγαζόταν ήταν ένα παλιό αρχοντικό. Οι χώροι και τα δωμάτια ήταν όμορφα, διακοσμημένα ιδιότυπα για το κοινό γούστο. Παλιά έπιπλα που σίγουρα κουβαλούσαν τη δική τους ιστορία, πλαστικά κιτς μπιμπελό, αρχαία αντικείμενα και ξεχαρβαλωμένες ηλεκτρικές συσκευές τοποθετημένες παράταιρα, λίθοι πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένα. Κάποιος μπορούσε άνετα να υποθέσει ότι βρίσκεται σε ένα παραμελημένο μουσείο, σε μια ξεχασμένη αποθήκη ή σε ένα παλιατζίδικο. Αφήνω το σάκο μου στο δωμάτιο και ζητάω αν μπορώ να πάρω πρωινό, η χαμογελαστή μεσόκοπη μαγείρισσα, η μαμά της οικογένειας προφανώς, μου προτείνει να ανέβω στην ταράτσα, θα μου το σερβίρουν εκεί.
Το πρωινό φως έλουζε γενναιόδωρα το φρούριο της πόλης, που στεκόταν επιβλητικά πάνω σε ένα λόφο. Ήταν όμορφο, με τα τείχη του να ορθώνονται ψηλά, τους προμαχώνες, τις πολεμίστρες και τα κανόνια του να κοιτάζουν την πόλη από κάτω. Τελικά δίκαια το Τζόντπουρ ονομάζεται γαλάζια πόλη, τα περισσότερα σπίτια στην παλιά πόλη είναι βαμμένα γαλάζια, δημιουργώντας αντίθεση με το πέτρινο χρώμα της οχύρωσης του φρουρίου. Και με έναν κατάλευκο ινδουιστικό ναό που βρίσκεται εκεί ψηλά κι αυτός. Στον καταγάλανο ουρανό γύρω από την ακρόπολη διαγράφουν κυκλικές τροχιές, με τα μεγάλα φτερά τους ακίνητα, αρπακτικά πουλιά.
Μασουλώντας τις πιτούλες του πρωινού με μαρμελάδα και πίνοντας το τσάι μου διαπιστώνω πως δεν είμαι ο μόνος που απολαμβάνω την υπέροχη θέα αυτή τη στιγμή της ημέρας. Ένας γείτονας με πυτζάμες κάνει το ίδιο από μια διπλανή ταράτσα, πλένοντας ταυτόχρονα τα δόντια του. Μια ηλικιωμένη κυρία επίσης χαζεύει το φρούριο ακουμπισμένη στο τοιχάκι της ταράτσας της. Με τα χέρια της ανεμίζει το πίσω μέρος του σάρι της, δεν ξέρει ότι την παρατηρώ, δεν ξέρω τι στην ευχή κάνει. Θα μάθω πολύ σύντομα, όταν θα κουρκουβίσει πάνω από την τρύπα της υδρορροής της ταράτσας για να κάνει την ανάγκη της. Προφανώς πρόκειται για την καθημερινή της ρουτίνα, και η τρύπα αυτή είναι η τουαλέτα της.
Βγαίνω στους δρόμους, το γαλάζιο χρώμα της πόλης με καλωσορίζει πριν καλά καλά βγω από την πόρτα του ξενοδοχείου. Παίρνω την αντίστροφη διαδρομή με αυτή της προηγούμενης νύχτας, τα μαγαζιά έχουν ανοίξει πια, οι μαγαζάτορες σκουπίζουν τη σκόνη από τις εισόδους, ανάβουν αρωματικά στικ, είτε σαν κομμάτι κάποιου τελετουργικού, είτε απλά για να ξορκίσουν την αποφορά από τους ανοιχτούς οχετούς που χάσκουν εκατέρωθεν του δρόμου.
Οι έμποροι εδώ δεν δείχνουν το ίδιο πιεστικοί με τους αντίστοιχους στο Βαράνασι, ίσως δεν είναι αυτός ο τουριστικός τομέας του παζαριού. Τα εμπορεύματα που διαθέτουν τα μαγαζιά όμως λένε το αντίθετο, κιλίμια και στρωσίδια, χαρακτηριστικά του Ρατζαστάν, μπακίρια, μπαχάρια, παλαιοπωλεία με αντίκες για τουρίστες, αγαλματάκια ξύλινα ή μπρούτζινα, αλλά και ποδήλατα, ηλεκτρικά, ο,τι τραβά η ψυχή σου. Ξαναβρίσκω το λευκό ναό που προσπέρασα τη νύχτα, βγάζω τα παπούτσια και μπαίνω, βλέπω λίγους πιστούς να προσεύχονται μπροστά σε έντονα βαμμένα είδωλα, τίποτα δε μαρτυρά τι ήταν αυτό που λάμβανε χώρα λίγες ώρες νωρίτερα, προσπαθώ να μάθω για τις φωνές και τα τραγούδια, μάταιος κόπος, η γλώσσα μπαίνει και πάλι εμπόδιο...
Κόβω δρόμο με τα πόδια για το φρούριο, τα στενά που φιδογυρίζουν δίνουν μια ωραία εντύπωση της γαλάζιας πόλης. Από την άλλη πλευρά πάλι, οι ανηφόρες δεν έχουν χρώμα. Αντίθετα εγώ, κάτι η απότομη ανηφοριά, κάτι η κούραση, κάτι τα παλιοτσίγαρα, παραλίγο να μπλαβιάσω μέχρι να φτάσω στην κορυφή του λόφου.
Από εκεί και για μερικές ώρες λειτούργησα σαν πιστός και φιλότιμος τουρίστας.
Διέσχισα τις αίθουσες και τα παλάτια του φρουρίου της πόλης (Meherangarh), χωρίς όντως να βαρεθώ καθόλου, πραγματικά μνημεία άξια επίσκεψης.
Θαύμασα την πανοραμική θέα της χαοτικής πόλης όπως φαίνεται από τα τείχη.
Υπέβαλλα την προσφορά μου στον λευκό ναό που είδα από την ταράτσα του ξενοδοχείου μου( Chamounda Devi temple), κάτω από το απαξιωτικό και μπουχτισμένο από τους τουρίστες βλέμμα του βραχμάνου. Παζάρεψα με τους ταξιτζήδες έξω από το φρούριο, πιο πολύ για γούστο παρά για οικονομία (αυτά κάνουν οι κακές συναναστροφές).
Πέρασα από το ενδιαφέρον λευκό κενοτάφιο Jaswant Thada, με τους σχεδόν διαυγείς μαρμάρινους τοίχους και τον τρούλο σχεδόν καλυμμένο από περιστέρια.
Έφτασα έως το Umaid Bhawan Palace για να θαυμάσω το παλάτι του μαχαραγιά, όπως και τη συλλογή του από πορσελάνες και αυτοκίνητα (μπούρδες δηλαδή, χαμένος χρόνος).
Είχα περιπλανηθεί στα σοκάκια αλλά και στις λεωφόρους της πόλης, είχα περάσει από το σιδηροδρομικό σταθμό και από πρακτορεία λεωφορείων, ετοιμάζοντας την επόμενή μου μετακίνηση.
Και τελικά κατέληξα εκ νέου στο κέντρο της πόλης, αρκετά κουρασμένος.
Και πεινασμένος.
Με μια ματιά τριγύρω μπορώ να εντοπίσω τρία τέσσερα μαγαζιά του δρόμου οπού μπορώ να ικανοποιήσω την πείνα μου. Στο ένα έχουν ένα τεράστιο ρηχό καζάνι που βράζουν γάλα. Ένας πλανόδιος σερβίρει νταλ, φακές δηλαδή, με πίτες τσιαπάτι που ψήνει επιτόπου. Τελικά θα προτιμήσω ένα άλλο, που μαζεύει τον περισσότερο κόσμο, οι άνθρωποι κάνουν ουρά να εξυπηρετηθούν. Δε μπορεί, κάτι παραπάνω θα ξέρουν. Σερβίρει αυτά τα τυπικά μπουρέκια, στο χέρι, πάνω σε χαρτί από εφημερίδα, δέκα ρουπίες το ένα. Σε κοινή θέα ένας υπάλληλος παίρνει ένα σβώλο από ένα μείγμα που έχει ετοιμαστεί νωρίτερα από μια μεγάλη κατσαρόλα, βουτάει το χέρι σε ένα δοχείο με κουρκούτι, για να πετάξει το περιεχόμενο της χούφτας του σε ένα τεράστιο στρογγυλό καζάνι με καυτό λάδι. Ένας άλλος βγάζει τους κεφτέδες αυτούς με μια κουτάλα και τους αφήνει σε μια λαμαρίνα, το προϊόν είναι έτοιμο προς διάθεση. Υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη, ένα με φακές (dhal), ένα με πατάτα (kashoori) και ένα με μια ολόκληρη πιπεριά (chili). Παραγγέλνω ένα από το καθένα, ωθούμενος τόσο από τη λαιμαργία μου, όσο από την περιέργειά μου. Και ξεκινώ από την πιπεριά.
Το στόμα μου έχει μουδιάσει. Το κάψιμο είναι αφόρητο. Νιώθω τα δάκρυα να σχηματίζονται στα μάτια μου. Έλα, λέω στον εαυτό μου, εδώ σε θέλω, που μου κάνεις τον καμπόσο στην Αθήνα με το ταμπάσκο και το μπούκοβο. Τα θέλω και τα παθαίνω, εδώ που τα λέμε. Δεν αισθάνομαι τι μασάω. Σχεδόν γελώντας με το πάθημα μου, καταλαβαίνω ότι μου είναι άπλα αδύνατο να τελειώσω αυτό το μεζέ. Τον αφήνω στη μέση, πιάνω αυτό με την πατάτα. Θα αφήσω και το δεύτερο μπουρέκι στη μέση, ξαφνικά δεν πεινάω πια τόσο. Και το στόμα μου έχει πάρει φωτιά.
Με πλησιάζει ένας πιτσιρικάς, μου ζητάει μπαξίσι. Ερμηνεύοντας την εμφάνιση του σαν αυτήν του από μηχανής θεού, του προσφέρω χωρίς δεύτερη σκέψη το πακέτο με το φαγητό, με όσο χαμόγελο μπορούν να σχηματίσουν τα παραλυμένα από την καΐλα χείλη μου.
Το μοναδικό αντίδοτο στο κάψιμο της πιπεριάς δεν είναι το νερό, είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Λίγα μέτρα δίπλα βρίσκω ένα μαγαζί που πουλάει φρέσκους χυμούς και λάσι, αυτό το υπέροχο μείγμα που μοιάζει με μιλκ σέικ, φτιαγμένο από γιαούρτι και χυμό φρούτων. Παραγγέλνω ένα σπέσιαλ, που έχει και τζίντζερ και σαφράνι. Κάθομαι και απολαμβάνω την υπέροχη γεύση. Κυρίως όμως ανακουφίζομαι από το κάψιμο, νιώθω τους γευστικούς μου κάλυκες σχεδόν να τσιτσιρίζουνε καθώς δροσίζονται από το παγωμένο γιαουρτοχυμό. Ουφ, πάει κι αυτό, τη γλυτώσαμε πάλι.
Έχει πια βραδιάσει όταν ξεκινάω για το ξενοδοχείο. Φτάνω και ζητάω να πιω ένα τσάι στην ταράτσα. Η μαγείρισσα- μαμά με κοιτά αμήχανα...
- Ξέρετε, στην ταράτσα έχουμε ένα παιδικό πάρτι, τώρα έχουμε πολλή δουλειά με τα φαγητά...
-Ε, καλά, ένα τσαγάκι δεν είναι πολύς κόπος, επέμεινα. Μπορώ να κάτσω στην ταράτσα σε μια άκρη και να μου φέρετε το τσάι όταν μπορέσετε;
Η μαγείρισσα- μαμά δέχεται, και πάλι όμως δισταχτικά. Ανεβαίνω στην ταράτσα, καμμία πενηνταριά πιτσιρίκια χορεύουν στους ποπ ρυθμούς του Ινδού Σάκη και της Ινδής Έλενας Παπαρίζου, τραγουδώντας με όλη τους τη δύναμη τους στίχους. Κάθομαι και εγώ σε μια γωνίτσα, τα παιδάκια δε με ενοχλούν, ούτε και αυτά δείχνουν να ενοχλούνται από την παρουσία μου. Αλίμονο, κάποια στιγμή ανάβω ένα τσιγάρο. Λάθος ολέθριο.
-Κύριε αυτό που κάνετε δεν είναι σωστό! Ένα κοριτσάκι με κοιτά με μεγάλα σοβαρά μάτια και μου μιλά με παρακλητικό τόνο. Νάτα μας.
-Ζητώ συγγνώμη που σας ενοχλώ, δεν ήταν πρόθεση μου, να, θα κάτσω παραπέρα...προτείνω με σβησμένη φωνή, κάνω να σηκωθώ.
-Όοοοχι, όοοχι, πρέπει να το σβήσετε!
-Ναι ναι, να το σβήσετε, δεν είναι καλό, δεν είναι καλό!
-Ναι, πολύ κακό, να το σβήσετε!
-Ναι, σας παρακαλούμε, σας παρακαλούμε! Σβήστε το, ΣΒΗΣΤΕ ΤΟ!!
Έχουν μαζευτεί τώρα δέκα παιδάκια γύρω μου που παρακαλούν ευγενικά μεν, επιτακτικά δε, να σβήσω το τσιγάρο χωρίς πολλά πολλά. Περιθώρια ελιγμών πλέον δεν υπάρχουν. Αναγνωρίζω την ήττα μου, κατεβάζω τη σημαία, σβήνω χαμογελαστός μεν, καταντροπιασμένος δε το τσιγάρο, τα μαζεύω και φεύγω άρον άρον. Αντίο τσαγάκι. Καπνίζω αποκαμωμένος το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας στο δωμάτιο, μπροστά στο παράθυρο που βλέπει σε μια λησμονημένη εσωτερική αυλή. Ακούω τα περιστέρια να αναπεταρίζουν, έχουν κουρνιάσει στις κόγχες του τοίχου για να περάσουν τη νύχτα. Από κάτω, ακούω τα ποντίκια σουλατσάρουν ανενόχλητα ανάμεσα στα παλιόχαρτα και τα σκουπίδια.



14 σχόλια:

  1. to rajasthan einai rajasthan ....:)
    uperoxh perigrafh ...na agaliasoume kai meis pou eimaste sto back to black me pureto
    ayto me thn piperia to epatha kai gw ...pou kamarwna sthn athina ta kautera ha ha ha
    ta pitsirikia merikes fores einai toso ka8hlwtika ...mou rxetai na ta roufiksw sta filia (kala sou kanan ...thes kai tsigaro se paidiko partu ,ftou kai pali ftou )

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
    στην αγορά στο Λαύριο
    Είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά
    κι όλο φοβάμαι το αύριο

    Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά;
    Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
    και μάς κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
    όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα

    Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
    σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
    Μα ο χρόνος ο αληθινός
    σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος
    Μα ο χρόνος ο αληθινός
    είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός

    Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
    μα ούτε και στους μεγάλους πια
    Πάει καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
    πως είμαι ασχημοπαπαγάλος

    Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά;
    Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι
    και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
    όταν γυρνάς ξανά στην πόλη...

    baba

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εδω και πολλα κεφαλαια εχει παψει να ειναι ταξιδιωτικη ιστορια. Διαβαζεται σα μυθιστορημα πια. Οσο γραφω ακουω το sheltering sky χωρις να πατησω κανενα play. Ενσωματωσες τη μουσικη ;
    cocobill

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αααχ!!! το ευχαριστήθηκα! :-)
    ι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. χρηστο , πολυ ωραια γραφεις ...
    σαν να ειμαι εκει ...
    Ξερεις το πρωτο μου ταξιδι εκτος Ελλαδας το εκανα στην Ινδια πιτσιρικα ,οποτε εχει μια ξεχωριστη θεση στη καρδια μου αυτη η χωρα ....

    Κικη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ευχαριστω πολυ, ειλικρινα.
    ι, φανταζομαι κ εσυ φχαριστηθηκες που κατακαηκα, και που με γειωσανε τα παιδακια, ετσι;
    coccobill, κατω κ απο τα σχολια υπαρχει ενα player. να μεινει ή να φυγει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Καταπληκτικές ολοζώντανες φωτογραφίες ξεπηδούν από τον λόγο,αυτονομούνται και επιβάλλονται όπως ακριβώς οι γεύσεις,οι μυρωδιές,οι ήχοι... και οι μικροί σου πρωταγωνιστές.
    Ευχαριστώ. maira

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Το player δεν ανταποκρινεται. Η μουσικη ξεκινα με το που ανοιγω τη σελιδα και συνεχιζει με αλλο κομματι.
    (Λες να θελω να φυγει μετα απο ολα αυτα τα σχολια που'χω κανει για τις μουσικες που επιλεγεις??)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. το player εφυγε, το καθε κειμενο θα εχει στο τελος του την αντιστοιχη μουσικη υποκρουση, καλυτερα να μην βαραινουμε πολυ τη σελιδα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Χρηστο γιατι εισαι κακο παιδι και δεν προχωρας στο επομενο κεφαλαιο?Καλες οι μπυρες αλλα δεν εχω να διαβασω και αδημονω!!!!!!!Πηγη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. θα γραψω ακομα ενα και μετα καλα θα κανεις να συνηθισεις χωρις κειμενο, μεχρι να γυρισω απο την τυνησια.
    κακο παιδι ειμαι γιατι εχει πιο πολλη πλακα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. ΜΠΡΑΒΟ ΧΡΗΣΤΟ ΜΟΥ!!!!!!! Πού θα πάς μετά είπαμε;;;; (Μ.Ζ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Συνέχεια στο επόμενο, άντε κάνε ένα κόπο (Μ.Ζ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. et tu Brute?
    Δηλαδη μερα νυχτα στους τροχους;
    Αιδως Αργειοι, απο σενα πιεση δεν περιμενα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή