Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο 7

PRATAH SMARAMI




Μερικά τσάγια αργότερα, σηκώνομαι νωχελικά από το πεζούλι και αποχαιρετώ το μπάμπα. Βαδίζω κατά μήκος του ποταμιού, στη λιακάδα. Τη λιακάδα την απολαμβάνω πραγματικά,όπως όλοι κατά τα φαινόμενα. Οι πιτσιρικάδες με τα πατάν πατάν, με το βλέμμα άπληστο στον ουρανό, οι τουρίστες που τριγυρνάνε όπως και εγώ,σκοντάφτοντας μπερδεμένοι στις νάιλον καλούμπες των πιτσιρικάδων όπως και εγώ , βγάζοντας φωτογραφία τα πάντα (περίπου όπως και εγώ), τα βουβάλια που κατηφορίζουν αδιάφορα για να σβήσουν τη δίψα τους στη λασπερή όχθη. Δεν δείχνουν να δίνουν την παραμικρή σημασία στους ημίγυμνους ανθρώπους που είναι μέχρι το γόνατο στο νερό και ασχολούνται με τη μπουγάδα.
Ξεκινουν απο πολυ νωρις, τους εχω δει να πλενουν απο τις 5 το πρωι. Ισως να ξεκινανε απο νωριτερα,ισως καποιοι ακομα να συνεχιζουν ολη μερα. Σκληρη ζωη. Αμιλητοι, μπουκωμενοι με πααν, βγαζουν το μεροκαματο ιδρωνοντας αιμα σκυμμενοι μπροστα σε μια μακροστενη πετρινη πλακα στερεωμενη στα ρηχα.Τριβουν ενα ενα ρουχο με μια βουρτσα, και μετα αβαντι μαεστρο ΠΛΑΦ, ΠΛΑΦ, ΠΛΑΦ, το φερνουν πισω απο την πλατη και παιρνοντας φορα το κοπανανε με δυναμη πανω στην πλακα. Διαφανα ρυακια διαγραφουν τοξα σε καθε στροφικη κινηση, σε καθε ΠΛΑΦ μια εκρηξη απο σταγονες πιτσιλαει τα παντα, ρυτιδωνοντας την επιφανεια του νερου τριγυρω. Το πλαταγισμα των ρουχων απο εναν, δυο, πολλους συγχρονως, δινει το ρυθμο στο ghat .
Νήπια ολοτσίτσιδα και μαυρισμένα παρακολουθούν σα μαγεμένα το παράξενο μπαλέτο. Καθισμένα στις φτέρνες τους, χαζεύουν τους μεγάλους να πλένουν ,τις βάρκες να περνάνε στο βάθος. Παιδιά του ποταμιού, οι πιθανότητες λένε πως όταν μεγαλώσουν λίγα χρόνια ακόμα , θα είναι εκείνα που θα κοπανάνε ξένα ρούχα, εκείνα που θα λαμνάρουν τα κουπιά για χάρη των παχύσαρκων τουριστών. Είπαμε, σκληρή ζωή, από νωρίς.
Όταν οι χειρώνακτες τελειώσουν με το ρούχο, με κίνηση μελετημένη και αλίμονο, προπονημένη περισσότερο από όσο θα ευχόντουσαν, το πετάνε στη στοίβα από ρούχα που τους περιμένει στο αργιλώδες έδαφος της όχθης για άπλωμα. Και για το άπλωμα της μπουγάδας πάλι, όπως και σε πολλές περιπτώσεις σ'αυτή τη γωνιά του πλανήτη, τα πράγματα γίνονται με συγκεκριμένο, προκαθορισμένο σχεδόν τρόπο: τα πουκάμισα στο πάνω κάγκελο της κουπαστής, πετσέτες και φανέλες στο δεύτερο, παντελόνια αράδα στο τρίτο, με τα μπατζάκια να κρέμονται έξω. Μεγάλες πετσέτες σε μπουγαδόσκοινα στερεωμένα σε μπαμπού. Και βέβαια, τα μεγάλα υφάσματα για τα δάπεδα των μαγαζιών, τα πολύχρωμα σάρι των γυναικών, τα σεντόνια και τα λοιπά μεγάλου εμβαδού υφάσματα, κάτω. Στο έδαφος,στο χώμα, στα σκαλοπάτια, στις πεζούλες. Η εικόνα είναι θεαματική. Σκάλες ολόκληρες σκεπασμένες με λευκά υφάσματα, μικρά λιβάδια από χρωματιστά σάρι δίπλα στο ποτάμι. Βαδίζω στη λιακάδα, ανάμεσα σε πρασιές από βαμβακερούς ροδώνες.
Πιο κάτω στο ghat, εκεί που τελειώνουν τα απλωμένα να στεγνώσουν κλινοσκεπάσματα, αρχίζουν άλλα απλωμένα. Οι γνωστές σκατόπιττες, τακτικά στοιχισμένες, απλωμένες να ξεραθούν, μισό μέτρο από τα σεντόνια. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ένας ταλαίπωρος γέρος ζύμωνε τις σβουνιές με γυμνά χέρια. Δίπλα του ένας τσαγάς χωρίς πελατεία, έχει αφήσει την τσαγιέρα και χαζεύει ράθυμος μια εφημερίδα. Τους βγάζω φωτογραφία. Μια στιγμή μετά, μπαίνει με το δικό της ρυθμό στο κάδρο μια αγελάδα με λασπωμένα κέρατα.
Πλησιάζω στο ghat οπού γίνονται οι αποτεφρώσεις. Όχι αυτό της Manikartika,αυτό πέφτει προς την αντίθετη κατεύθυνση από τη δική μου. Ετούτο εδώ λέγεται Harischandra ghat, είναι πιο μικρό, πιο ταπεινό, και αφορά πιο φτωχική πελατεία. Πιο ψηλά από την όχθη και τις πεζούλες βλέπω ξύλα και κούτσουρα ντανιασμένα για τις αποτεφρώσεις. Για τους άπορους μου λένε πως προβλέπεται ο μοντέρνος αποτεφρωτήρας, δυτικού τύπου, ένα τσιμεντένιο γυμνό και γκρίζο κτίριο. Η μεταλλική καμινάδα υψώνεται αρκετά μέτρα πάνω από το κεφάλι μου.
Πιο κάτω τραβάνε την προσοχή μου άνθρωποι, καθισμένοι σε δυο σειρές, η μια να αντικρίζει την άλλη. Οι περισσότεροι είναι άνδρες, γυμνοί από τη μέση και πάνω, ηλιοκαμένοι, καθένας έχει μπροστά του ένα μεταλλικό κύπελλο, μια μπρούτζινη πιατέλα που περιέχει λουλούδια, μια μπανάνα, ένα δυο μικρά κουπάκια από φύλλα δένδρων, κάτι σκονισμένα σβολαράκια. Μια γυναίκα που ρωτάω περί τίνος πρόκειται, μου απάντα χαμογελαστή με δυο λέξεις, η δεύτερη είναι κάρμα, η πρώτη είναι πολύ δύσκολη για τη συγκρατήσω. Αργότερα θα μάθω πως δεν πρόκειται για ντόπιους, αλλά για ανθρώπους που έχουν έρθει από το νότο. Ίσως κάποιοι έκαναν οικονομία για καιρό για αυτό το προσκύνημα. Νιώθουν ευτυχείς που κατάφεραν να έρθουν στο Βαράνασι. Δείχνουν να κάθονται πολύ ώρα σε σ'αυτή τη θέση, κάποιος περνά και τους μοιράζει νερό από πλαστικό μπουκάλι στα ανοξείδωτα κύπελλα. Ένας βραχμάνος περιφέρεται γύρω τους ήρεμος, κάθεται δίπλα τους, λέει προσευχές, τους δίνει οδηγίες. Οι προσκυνητές κάνουν αυτό που τους λέει, χρίζουν το μέτωπο τους με κόκκινο χρώμα, με τριμμένη κιμωλία και σανταλόξυλο, σκορπίζουν πέταλα λουλουδιών, σοβαροί και αμίλητοι. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν εδώ για ένα συγκεκριμένο λόγο: τα λευκά σκονισμένα σβολαράκια που έχουν μπροστά τους είναι ο,τι απέμεινε από την αποτέφρωση των προγόνων τους, πίσω στα μέρη τους. Ταξίδεψαν από την άλλη άκρη της Ινδίας, σε τούτο τον ιερό τόπο, για να αποθέσουν τις στάχτες των γονιών τους στα νερά του Ganga Matta. Επιστροφή στη Μητέρα.
Γυρίζω το βλέμμα στο ρεύμα του ποταμού. Είναι ωραία και γλυκά εδώ, με τη λιακάδα. Ο ουρανός είναι απέραντος και γεμάτος χαρταετούς.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου