Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο 12


ΜΙΚΡΟΙ ΒΡΑΧΜΑΝΟΙ




Η μουσική που βγαίνει από τα μεγάφωνα πλημμυρίζει τα σκοτεινά ghats. Ο ημίγυμνος άνδρας που τραγουδά είναι καθισμένος σταυροπόδι πάνω σε ένα χαλί, ψηλά, πάνω από τα σκαλοπάτια. Δίπλα του ένας άλλος, αδρανής. Θα τον συνοδέψει με την τάμπλα στο επόμενο τραγούδι.
Σταυροπόδι κάθονται και πέντε έξι πιτσιρίκια,κάτω από τα σκαλιά μπροστά στην όχθη, στραμμένα προς το σκοτεινό ποταμό. Μερικά είναι κουκουλωμένα με κίτρινους μανδύες, από το μικρο κοτσιδάκι στο πίσω μέρος του κεφαλιού καταλαβαίνω ότι ανήκουν στην ανώτερη κάστα των βραχμάνων. Είναι προορισμένοι να γίνουν ιερείς. Προφανώς ανήκουν σε ένα μοναστήρι, σχολείο, ποιος ξέρει. Ο διαλογισμός μπροστά στον ιερό ποταμό, ενόσω ακούγονται οι προσευχές, μάλλον αποτελεί κομμάτι του καθημερινού προγράμματός τους. Ένα από αυτά γυρίζει το κεφάλι προς τα πίσω, προς το μέρος μου, με βλέπει που τα παρατηρώ καθισμένος στα σκαλιά. Βλέμμα ζωηρό, γεμάτο περιέργεια. Ο διαλογισμός πάει περίπατο. Οι βουδιστές αποκαλούν το μυαλό τρελλή μαϊμού, που είναι αδύνατο να κάτσει σε ένα σημείο την ώρα του διαλογισμοί, και τρέχει και πηδάει από τη μια απίθανη σκέψη στην άλλη. Οι μικρές μαιμουδίτσες είναι ακόμα πιο άτακτες. Στο κάτω κάτω, ένας μικρός βραχμάνος είναι κι αυτός ένα παιδί, όχι?
Ο κρότος των ρούχων που πλένονται στο ποτάμι έχει ξεκινήσει ήδη πριν φτάσω στα ghats, πολύ πριν την ανατολή. Το ρυθμικό πλαφ πλαφ ακολουθεί έναν εντελώς ξεχωριστό ρυθμό, δημιουργεί μια παράξενη αντίστιξη με το μελωδικό τραγούδι που έρχεται από πιο ψηλά.
Οι ρυθμοί εδώ γενικά ακολουθούν κανόνες που δεν κατέχω, μου είναι αδύνατο να τους αποκρυπτογραφήσω. Ακόμα πιο νωρίς το πρωί, όταν μόλις είχα κατεβεί στην όχθη, ο ίδιος ρυθμικός ήχος από τη μπουγάδα συνόδευε την άφιξη μιας βάρκας. Μέσα εκτός από το βαρκάρη, επέβαινε ένας άνδρας και μια νέα γυναίκα. Κοιτώντας προσεκτικότερα την ώρα της αποβίβασης, διαπιστώνω ότι το σάρι της κοπέλας κολλάει στο σώμα της. Τα μαλλιά της είναι βρεγμένα, ολόκληρη στάζει νερά. Το λίγο χρόνο που στέκονται στην προβλήτα, προσεύχονται, κάνουν μια προσφορά, μπαίνουν εκ νέου στη βάρκα, χάνονται με το ρεύμα του νερού. Από πού ήρθανε, τι ώρα ξεκινήσανε, πού έκανε το λουτρό της εκείνη η κοπέλα με το βαθύ μπλε σάρι, γιατί σταμάτησε εκείνη η βάρκα εδώ, τι κάνει έναν άνθρωπο να αντέχει το κρύο νερό και την παγωμένη ανάσα του ποταμού, τόση ώρα ακίνητος και μούσκεμα σε μια βάρκα, πριν καλά καλά βγει ο ήλιος;
Παράλληλα με τη μουσική και το διαλογισμό των μικρών βραχμάνων, ξεκινά μια άλλη διαδικασία.
Σε μια εξέδρα λίγα μέτρα πιο πέρα, ένας ιερέας; Σαντού; ξεκινά την τελετή του aarti. Η μέση του είναι καλυμμένη με ένα πανί που του φτάνει στα γόνατα. Το εκτεθειμένο δέρμα του είναι αλειμμένο με στάχτη, είναι ολόασπρο. Φοράει γυαλιά, τα χαρακτηριστικά του είναι δυτικά, από όσο διακρίνεται πίσω από τη γενειάδα που, πλεγμένη σε τζίβες, του φτάνει ως την, προτεταμένη για σαντού είναι αλήθεια, κοιλίτσα. Οι τζίβες από τα μαλλιά του κατεβαίνουν πιο κάτω, ως τα γόνατα. Μπροστά του έχει διάφορα αντικείμενα, απαραίτητα για την τελετή. Πρώτα παίρνει ένα μικρο ραβδί που καταλήγει σε μια ουρά άλογου, που με λιτές και χορογραφημένες κινήσεις ανεμίζει και τινάζει στον αέρα, πρώτα μπροστά, προς τον ιερό ποταμό, αριστερά, δεξιά, πίσω. Μετά από μερικές επαναλήψεις, παίρνει στα χέρια του ένα τεράστιο θυμιατό, ένα παρομοίων διαστάσεων καντηλέρι, ένα κουδούνι, δυο τύμπανα που ηχούν όταν τα περιστρέφει. Τι παράξενο, αν και είμαι σίγουρος ότι οι δυο διαδικασίες είναι εντελώς ανεξάρτητες η μια από την άλλη, νιώθω ότι υπάρχει μια κρυφή αρμονία μεταξύ τους. Κάτι που μου ξεφεύγει αλλά ωστόσο μου είναι αισθητό, συνδέει τα βήματα και τις κινήσεις των χεριών του ιερέα με το ρυθμό της τάμπλας. Η φωνή του τραγουδιστή από τη μικροφωνική είναι εναρμονισμένη με τον ήχο του κουδουνιού που κρατά ο ιερέας. Ίσως μετά από τόσους αιώνες αδιάληπτης συνύπαρξης, οι δυο τελετουργίες, αρχικά αυτούσιες και αυθύπαρκτες, βρήκαν έναν τρόπο θέλοντας και μη να μετουσιωθούν και να ζυμωθούν σε κάτι του οποίου και οι δυο αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι.
Το φως αλλάζει πια πολύ γρήγορα, το βαθύ σκοτάδι και τους μπλε τόνους τώρα έχει αντικαταστήσει η γαλακτερή υγρή θολούρα που έρχεται από το ποτάμι. Οι λίγοι λουόμενοι του πρωινού έχουν αυξηθεί σημαντικά. Οι βάρκες αργοκινούνται στο νερό παίζοντας με το πρωινό πούσι. Ο ήλιος εμφανίζεται όπου να'ναι, από στιγμή σε στιγμή, όλοι τον περιμένουν. Τα πιτσιρίκια τώρα σηκώθηκαν όρθια, ο τραγουδιστής έχει σταματήσει.
Μια γυναίκα δίνει ήρεμα παραγγέλματα, τα παιδιά ακολουθούν και αρχίζουν την πρωινή γυμναστική, κινούν χέρια και πόδια κάθε φορά. Φυσικά κάθε έννοια συγχρονισμού και πειθαρχίας ακούγεται σαν αστείο, το καθένα εκτελεί με το δικό του ρυθμό. Τα τελευταία παραγγέλματα ακολουθούνται από ιαχές των παιδιών σαν ζήτω. Στο τελευταίο από όλα, τα παιδιά αρχίζουν να γελάνε, δυνατά μεν, βεβιασμένα δε. ''Ευτυχείτε, είναι διαταγή''. Όταν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα της πρωινής γυμναστικής, αποχωρούν όλα μαζί σαν κλωσόπουλα.
Από δίπλα, ο ιερέας έχει τελειώσει με το λιβάνισμα και την αλογοουρά. Έχει πάρει στα χέρια του ένα κοχύλι σα μπουρού, στολισμένο με ασημένια κεντίδια. Το φέρνει στο στόμα στραμμένος στον ήλιο που έχει ξεπροβάλλει πια. Φυσάει μέσα στο κοχύλι, βγαίνει ο γνώριμος ήχος. Σπάει τη μέση του προς τα πίσω, το κοχύλι κοιτάει πια προς τον ουρανό. Τα μαλλιά του ακουμπάνε το έδαφος, σα χορδή στο τόξο που σχηματίζει το σώμα του. Φλας σκάνε πάνω του από αριστερά και δεξιά. Τουρίστες. Η ανάσα του είναι μεγάλη, φυσά για αρκετή ώρα. Μετά από μερικές επαναλήψεις, κατεβαίνει στην λασπερή όχθη, με ένα μπρούτζινο δοχείο στο χέρι. Το γεμίζει από το ποτάμι, και μετά, όρθιος και επιβλητικός σε μια πέτρινη πλάκα για μπουγάδα, το προσφέρει στο ανατέλλοντα ήλιο. Η σπονδή επαναλαμβάνεται, ένας δυο πιστοί τον μιμούνται.
Η μουσική τώρα άρχισε και πάλι, η τάμπλα συνοδεύει τον τραγουδιστή. Η φωνή του είναι ζεστή και γλυκιά. Δεν καταλαβαίνω λέξη, πολύ σποραδικά ακούω γνώριμα ονόματα, γκανγκε ματα, μαχα ντεβι, σιβα...δεν με πειράζει που δεν καταλαβαίνω, δεν μου φαίνεται απαραίτητο, τι θα άλλαζε?
Έχω ακουμπήσει την κάμερα σε ένα σκαλί να γράφει, πιο πολύ τον ήχο παρά την εικόνα. Ο κόσμος εναλλάσσεται γύρω μου, ενώ εγώ κάθομαι στο ίδιο σημείο, ώρα τώρα. Δίπλα μου έρχεται και κάθεται ένας τουρίστας, μετά η φίλη του. Σιωπηλά χαμόγελα. Κοιτάμε το τοπίο μπροστά μας τις βάρκες να χάνονται στην ομίχλη, τους λουόμενους. Καπνίζουμε αργά. Με κερνάνε το επόμενο τσάι χωρίς να το ζητήσω. Ζεστό, γλυκό και λιπαρό, όπως μου αρέσει πια.




1 σχόλιο: