Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο 4

-->
ΜΗΝ ΜΠΛΕΚΕΙΣ ΣΕ ΚΑΒΓΑΔΕΣ,ΕΙΔΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ



-Καλήμερα Σάμυ, όλα καλά?
-Όλα καλά, όλα καλά!Πως πέρασες κάτω, στα ghats?
-Φανταστικά! Αλλά το πρωί κρύο!
-Ναι, τα πρωινά κάνει κρύο... θέλεις να σου ετοιμάσουμε κάτι?
-Θα ήθελα μια μικρή τσαγιέρα μαύρο τσάι,και ένα τοστάκι με ντομάτα και τυρί...
-Ωραία, θα πω να τα ετοιμάσουν.
-Θα μου τα φέρεις πάνω-πάνω?
-Τα θέλεις πάνω πάνω, στην ταράτσα?
-Ναι,θα ήθελα να απολαύσω τη θέα με το πρωινό, μήπως υπάρχει πρόβλημα?
-Όχι φυσικά, αλλά,να, πάρε και αυτό μαζί σου...
Ο ευγενικός ιδιοκτήτης του Ganga Yogi Lodge μου βάζει στα χέρια ένα ματσούκι από μπαμπού.
Προσπαθώ να καταλάβω τι θέλει να μου περάσει με αυτή τη χειρονομία. Αφού περάσει μια στιγμή αμηχανίας, τον ρωτώ σε τι μου χρειάζεται ένα παλούκι από μπαμπού, αν πρόκειται να φάω ένα τοστ, να πιω ένα τσάι και να καπνίσω το τσιγαράκι μου στο πιο ψηλό σημείο του ξενοδοχείου, ένα επίπεδο πάνω από την συμπαθητική ταράτσα-μαγέρικο-καφέ-παιδότοπο για τα πιτσιρίκια του ιδιοκτήτη.
-Α, τίποτα,να, ξέρεις, για τους πιθήκους...
Αν ο καλός Χριστούλης έλεγε ζήτα και θα σου δώσουν,σε τούτη τη γωνιά του κόσμου, ο Χανουμάν, ο θεός-πίθηκος διακηρύσσει την οικουμενική αλήθεια του άρπαξε να φας και κλέψε να έχεις.
Η θέα από την πάνω ταράτσα του ξενοδοχείου είναι σαγηνευτική. Δε την προτιμούν όλοι βέβαια. Στην πραγματικότητα πρέπει να κουβαλήσεις εσύ την καρέκλα σου και το τραπέζι σου, οι υπάλληλοι ως συνήθως είναι απασχολημένοι με κάτι πολύ κοντά στο τίποτα,ή απλά λειτουργούν σε ''look busy'' mode. Σκιά δεν υπάρχει,αλλά αν είσαι στο πόδι από τις 5 το πρωί και έχεις εκτεθεί στην πρωινή ψύχρα του ποταμού, τότε στις 10, το να κάτσεις στη λιακάδα με το κοντομάνικο έρχεται σαν ευλογία. Και πάνω από όλα, έχεις πανοραμική θέα 360 μοιρών. Όχι, το ποτάμι δεν το βλέπεις,αλλά, τι πειράζει? Βλέπεις κάτι καλύτερο, βλέπεις την καθημερινή οικιακή ζωή να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια σου. Στις ταράτσες. Τάσο πυκνές μεταξύ τους,που μπορείς να προχωρήσεις πολύ μακρυά πηδώντας από ταράτσα σε ταράτσα. Πεθερές και συμπεθέρες ξαπλωμένες στο δάπεδο της ταράτσας κοιμούνται αμέριμνες, πλάι σε τακτικά στοιχισμένες,απλωμένες στον ήλιο να ξεραθούν σκατόπιττες (είπαμε το καύσιμο γενικής χρήσης). Νοικοκυρές, νύφες, κόρες, πλένουν ρούχα και πιτσιρίκια,μαγειρεύουν, κουτσομπολεύουν με τη γειτόνισσα από διπλά. Παιδάκια παίζουν πανευτυχή μεταξύ τους ανάμεσα σε ρούχα απλωμένα, ο ήλιος ουρλιάζει ευτυχισμένος και αυτός σε έναν ουρανό με χιλιάδες χαρταετούς. Μονομαχίες λυσσώδεις με τα πατάν-πατάν, ποιος θα ρίξει τον αετό του άλλου,απελπισμένες προσπάθειες να ξεκρεμάσεις τον αετό σου από το δένδρο. Ποιος έχει ανάγκη να πάει σχολείο? Χαρούμενα σε βλέπουν να τα παρατηρείς, σε χαιρετάνε,μετά σε χαιρετάνε και οι συμπεθέρες, που δεν ησυχάσανε οι δόλιες από τις μύγες, και είπανε να ρημαδοσηκωθούνε από το χουζούρι, να δούνε τι κάνει και κείνη η ακαμάτρα η νύφη.
Και τότε τις βλέπεις. Να κινούνται σε αγέλες. Από τοίχο σε δέντρο, σε μπαλκόνι,σε ταράτσα, σε δέντρο πάλι, ακολουθούν διαδρομή υπερυψωμένη, αυτοσχέδια, απρόβλεπτη, σημειωμένη στα δικά τους μάτια, εμείς εδώ είμαστε εκτός. Άλματα ελαστικά, απίστευτα, ευκινησία θεαματική. Και βέβαια στο δρόμο, κατά μονάς ή παρεoύλα, κάνουμε και καμμία μπουρδίτσα να περνάει η ώρα. Τις βλέπεις να σουφρώνουν παντελόνια από μπουγάδες,γυναίκες να τους πετάνε πέτρες,ή φρούτα, μπας και αφήσουν τα κλοπιμαία και φύγουν. Πιο κάτω, σε ένα μπαλκόνι μια κουρελού που τίναζε η νοικοκυρά τραβά το ενδιαφέρον μιας μαϊμούς. Από τη μια τραβά την κουρελού η γυναίκα έξω φρενών, από την άλλη η μαϊμού, με πνεύμα ευγενούς άμιλλας αλλά και χωρίς καμμία διάθεση να παραιτηθεί. Η γυναίκα ορμά απειλητικά προς το πρωτεύον ξαδελφάκι της για το διώξει. Η μαϊμού υποχωρεί στρατηγικά μισό μέτρο,ανασυντάσσει δυνάμεις και εφορμά λυσσασμένη στην αντεπίθεση. Η γυναίκα χεσμένη από την τρομάρα της μπαίνει μέσα. Η μαϊμού τροπαιούχος περνά στο διπλανό μπαλκόνι, όπου και παρατά αδιάφορα το λάφυρο της. Τα υλικά αγαθά την αφήνουν αδιάφορη, εκείνη παλαιώνει για τη δόξα. Σα να λέει '' μωρέ την κουρελού την πήρα γιατί έτσι μου, πλακίτσα έκανα, να περνά η ώρα,για να μη σκουριάζουμε''.
Από την πρώτη μέρα στο ξενοδοχείο είχα δει τα ίχνη των πιθήκων, τις βρώμικες δαχτυλιές τους στους νωπούς ακόμα φρεσκοβαμμένους πράσινους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου. Αλλά και τους ίδιους τους πιθήκους, στα κλαδιά του δέντρου έξω από το μπαλκόνι, ράθυμους , να ξύνονται, να μασουλανε φύλλα, να παρακολουθούν τους πιτσιρικάδες που παίζανε κρίκετ στο Kali Bari,το ναό της Κάλι.
Σε ο,τι αφορά στη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στους πιθήκους Ρέζους,μου είχανε επισημάνει 4 βασικούς κανόνες που έπρεπε να τηρηθούν:
α) δεν χαμογελάς. Το χαμόγελο είναι έκφραση συμπάθειας και φίλιας για τους ανθρώπους, οι πίθηκοι όμως νιώθουν απειλή, βλέπουν ένα μεγάλο ζώο να τα προειδοποιεί δείχνοντας τα δόντια του, έτοιμο να δαγκώσει.
β) δεν έχεις άμεση οπτική επαφή στα μάτια, για προφανείς λογούς
γ) δεν έχεις σε κοινή θέα τρόφιμα ή φρούτα στην κατοχή σου. Φρούτο ίσον μαιμουδομαγνήτης, θα ορμήσουν να στο αρπάξουν.
δ) αν θελήσεις να προσφέρεις κάτι φαγώσιμο σε έναν πίθηκο, του το δίνεις, χωρίς πολλά πολλά. Τα παιχνιδάκια και τα τσαλιμάκια δεν εκτιμώνται ιδιαίτερα, μάλλον δοκιμάζεις τη μικρή υπομονή τους.
Αυτό το τελευταίο πήγα και γω να ακολουθήσω ένα πρωί, είχα αγοράσει μπανανούλες, τις μισές τις τσάκισα στο δρόμο, τις άλλες λέω θα τις δώσω στα πιθήκια να γίνει τζέρτζελο...
Βγαίνω στο μπαλκόνι, με μια μπανάνα στο χέρι και δυο στην τσέπη. Την ξεφλουδίζω και κοιτάζω γύρω γύρω να τις δω, μα καλά, πού είναι? Δεν αποσώζω τη σκέψη, μια νεαρά θηλυκή προσγειώνεται από το πουθενά στο κάγκελο του διπλανού μπαλκονιού. Χωρίς πολλή σκέψη της πετάω τη μπανάνα, δε θέλω πολύ κοντινή επαφή. Την πιάνει στον αέρα, την κατεβάζει λαίμαργα, ξεψαχνίζει το μέσα της φλούδας κοιτώντας φοβισμένα γύρω γύρω. Τα μάτια της στρέφονται σε μένα και πάλι. Της ακουμπάω τις άλλες δυο στο τοιχάκι ανάμεσα στα δυο μπαλκόνια, πλησιάζει και τις παίρνει, όχι χωρίς φόβο. Μπαίνω στο δωμάτιο να φέρω κι άλλες μπανάνες. Κλείνω πίσω μου τη ξύλινη γρίλια. Δεν περνά μισό λεπτό και ακούω ένα διακριτικό ΤΑΚ ΤΑΚ στη γρίλια. Μεγάλε εδώ είμαι και περιμένω ακόμα, δε με ξέχασες, έτσι? Δεν ξέρεις πώς να τις ψυχολογήσεις, τι να περιμένεις. μισανοίγω τη γρίλια, περιμένω η κυρία να κάνει λίγο πιο πλάι, λες και διαβάζει τη σκέψη μου κάνει αυτό ακριβώς που θέλω, βγαίνω, και αφήνω στο ίδιο σημείο τρεις μπανάνες. Και τότε συμβαίνει αυτό που εγώ δεν περίμενα, αλλά που η θηλυκιά φοβόταν και ήξερε. Εμφανίζεται από τη γωνία το αρσενικό Α, ο αρχηγός της αγέλης,ο γενικός δερβέναγας να πούμε. Με σήμα κατατεθέν τους μαδημένους, υπερμεγέθεις σε βαθμό επώδυνο και κόκκινους όρχεις, πλησιάζει αποφασιστικά. Πληγές από παράσιτα και καβγάδες στο σώμα του, κινείται ρωμαλέος, χωρίς να αφήνει αμφιβολίες στο ποιος κάνει κουμάντο σε τούτη τη γειτονιά. Η θηλυκιά φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση βγάζοντας μια φωνή, παρατάει τις μπανάνες εκεί που τις βρήκε. Ενστικτωδώς μπαίνω στο δωμάτιο, τρομαγμένος, και στήνομαι στο παράθυρο να δω τι θα γίνει. Τι να γίνει δηλαδή, ο νταής ήρθε και καρπώνεται αυτό που του ανήκει, οποίος έχει αντίρρηση να πούμε να βγει όξω να τόνε φάει το μαύρο το σκοτάδι...με έχει δει που τον βλέπω μέσα από τα μπακλαβαδωτά κάγκελα του παράθυρου, ξέρει πως από εδώ ήρθανε οι μπανάνες. Όταν αποφάει, κάνει κατά βάση ο,τι και θηλυκιά, ζητά κι άλλο. Άλλα με το δικό του μάτσο τρόπο, εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό της θηλυκιάς: κρεμιέται χεροπόδαρα από τα κάγκελα του παραθύρου,και χωρίς να βγάλει ήχο, δείχνοντας μου καλά όμως τα δόντια του, ξεκαθαρίζοντας τις προθέσεις του, αρχίζει να τα τραβάει για να τα ξεκολλήσει, κοπανιέται με μανία στα σύρματα, άμα μπω μέσα ρε μπασμένε θα σε κάνω του κουτιού, και θα φάω και όλες τις μπανάνες. Κλείνω τις ξύλινες γρίλιες του παράθυρου( τζάμια δεν υπήρχαν αλλά ευτυχώς οι γρίλιες βρισκόντουσαν από μέσα από τα κάγκελα),βγαίνω από το δωμάτιο και κλειδώνω. Ήθελα να ταΐσω λέει τις μαϊμούδες. Να τις βγάλω και φωτογραφίες. Τι ανόητος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου