Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Κεφάλαιο 24

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ





Το Pal Haveli δείχνει να είναι ένα πολυτελές ξενοδοχείο, τουλάχιστον για τα δεδομένα του Τζόντπουρ, ή μάλλον συγκρινόμενο με τα ξενοδοχεία που ως τώρα έχω καταλύσει κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Ινδία. Στεγάζεται σε ένα πολύ όμορφο κτίριο που στο παρελθόν ήταν η κατοικία κάποιου σημαντικού τοπικού παράγοντα, ένα παλάτι δηλαδή. Παρά το γεγονός ότι οι μέρες της ακμής έχουν από καιρό παρέλθει, το μέγαρο διατηρεί μεγάλο κομμάτι της αίγλης του και εξακολουθεί να δεσπόζει στην κεντρική πλατεία της παλιάς πόλης. Φιγουράρει θεαματικό στο χρώμα της ώχρας και του βύσσινου, με θολωτά παράθυρα και καφασωτά, με μεγάλους ελέφαντες ζωγραφισμένους εκατέρωθεν της εισόδου, τουριστομαγνήτης.
Η ταράτσα του έχει διαμορφωθεί σαν εστιατόριο-καφέ και προσφέρει ένα πολύ θελκτικό πανόραμα της πόλης και του φρουρίου, πάνω από το παζάρι της πλατείας με το μεγάλο ρολόι. Αυτή τη θέα αποφασίζω να εκμεταλλευτώ για να πιω ένα τσάι ακόμα, το τελευταίο μου στη γαλάζια πόλη.
Περιμένω να έρθει η παραγγελία μου χαζεύοντας διαδοχικά το μελίσσι του δρόμου από κάτω και γύρω στην πλατεία, το φρούριο στο λόφο όπως φωτίζεται γλυκά από το πλάγιο ζεστό ήλιο του απογεύματος, τους τουρίστες σαν και εμένα, κατά πάσα πιθανότητα και πελάτες του ξενοδοχείου, που είναι καθισμένοι στα γύρω τραπέζια, τρώγοντας ινδικές σπεσιαλιτέ με μαχαιροπήρουνα.
Χωρίς να το θέλω, το βλέμμα μου σταματάει στην ξανθή Βαλκυρία που μοιράζεται το απέναντι τραπέζι με το Ζαχαρία της. Μόλις έχει σαβουρώσει το τάλι της με μπόλικες πίτες τσιαπάτι και με τη συνοδεία κόκα κόλας. Στο τραπέζι φιγουράρει ο γνωστός ογκώδης τουριστικός οδηγός. Σηκώνει το γαλάζιο βλέμμα της από την άδεια πλέον πιατέλα, ψάχνοντας το σερβιτόρο. Όταν εκείνος την πλησιάσει για να ακούσει την επιθυμία της, εκείνη ως άλλος Πόντιος Πιλάτος, θα του ζητήσει να της φέρουν ένα μπωλ με ζεστό νερό για να νίψει τας χείρας της. Ο σερβιτόρος, κοιτώντας τη αμήχανα για μερικά δευτερόλεπτα, απομακρύνεται στο βάθος του εστιατορίου. Βλέπω το Ζαχαρία να κοιτά με απορία τη σύντροφό του, εκείνη του επιστρέφει το βλέμμα με ύφος “έννοια σου, ξέρω τι κάνω...”.
Είναι τώρα η σειρά του αρχισερβιτόρου να πλησιάσει το τραπέζι του απαιτητικού ζευγαριού. Η Βαλκυρία θα επαναλάβει και σ'αυτόν την επιθυμία της. Ο αρχισερβιτόρος αφού την ακούσει υπομονετικά, της προτείνει με ευγένεια να επισκεφτεί την τουαλέτα του εστιατορίου, στην οποία θα βρει ο,τι χρειάζεται, και με το παραπάνω, για να πλύνει τα χεράκια της. Ένας μορφασμός δυσαρέσκειας ζωγραφίζεται το πρόσωπο της τουρίστριας, καθώς σηκώνει τα 180 εκατοστά του ύψους της, γαμώτο, δείχνει να σκέφτεται, μπερδεύτηκα, αυτό το συνήθειο είναι από άλλη χώρα. Περπατά βαριά με τις σαγιονάρες της και την παραγεμισμένη βερμούδα της κατά μήκος του διαδρόμου ανάμεσα στα τραπέζια. Τα γκαρσόνια μοιράζονται συνωμοτικά κρυφά χαμόγελα.
Το βλέμμα μου περιπλανιέται στην πανοραμική θέα της ταράτσας. Από κάτω μας, το λεφούσι της αγοράς γύρω από το μεγάλο ρολόι της πλατείας συνεχίζει το βουητό του. Τα μεγάφωνα ηχούν μέχρι εδώ, με τα ινδικά ώπα ώπα τραγούδια και την παραμορφωμένη φωνή να διαλαλεί τα εμπορεύματα προς πώληση... Οι κόρνες κρατάνε το ίσο, ποδήλατα, τρίκυκλα και αραμπάδες φορτωμένοι με σακιά διανύουν διασταυρούμενες τροχιές, περνάνε κάτω από τις αψίδες- εισόδους στην παλιά πόλη, αποφεύγοντας τη σύγκρουση ως δια μαγείας την τελευταία στιγμή. Το φρούριο δεσπόζει πάνω από την πόλη, τα πέτρινα τείχη του, λουσμένα στο φως το πρωί, γήινα τώρα την ώρα του δειλινού, μοιάζουν φυσική σχεδόν συνέχεια των απότομων βράχων του λόφου. Ο ουρανός και τα σύννεφα που όλο και πυκνώνουν, καθρεφτίζονται στα ακίνητα νερά της μεγάλης δεξαμενής. Το φως αλλάζει γρήγορα, η μέρα τελειώνει, ακόμα και τα υδρόβια πουλιά σιγά σιγά αναπετούν πάνω από τις σημαδούρες της τεχνητής λίμνης για να κουρνιάσουν στις φωλιές τους. Ώρα να την κάνω σιγά σιγά και εγώ από το Τζόντπουρ.
Στο δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο, όπου με περιμένει η αποσκευή μου, τις ξαναβλέπω: είναι ακόμα εκεί, μετά από τόσες ώρες. Οι γυναίκες που τραγουδούν.
Τις είχα δει για πρώτη φορά το μεσημέρι, γυρίζοντας από τους Umaid Gardens. Η μάλλον, για να λέμε τα πράγματα σωστά, πρώτα τις άκουσα. Οι φωνές τους συνοδευόμενες από το ρυθμό ενός τυμπάνου με τράβηξαν προς το μέρος τους. Πλησιάζοντας από μακρυά μπορούσα να δω μόνο τις πλάτες τους. Ήταν καλυμμένες μέχρι το κεφάλι με πολύχρωμα σάρι.
Το θέαμα που προσέφεραν ήταν μια πανδαισία χρωμάτων. Φούξια, λαχανί, κόκκινο, γαλάζιο, κίτρινο. Χρώματα εντυπωσιακά έντονα, σχεδόν ηλεκτρικά κάτω από το μεσημεριάτικο ήλιο. Τα ρούχα τους, προφανώς τα γιορτινά τους, ήταν πεντακάθαρα, χωρίς ίχνος λεκέ ή βρωμιάς. Στη μέση του δρόμου, στη μέση της πόλης, στη μέση της Ινδίας. Πώς τα καταφέρνανε; Στα μέρη αυτά, όσο φτωχός και να είναι κάποιος, σχεδόν πάντα έχει μια φορεσιά που κρατάει για εορταστικές περιστάσεις. Έστω για μια μέρα, ακόμα και ένας μπατίρης μπορεί να εμφανιστεί στην κοινωνία ντυμένος σαν πρίγκηπας.
Πάντως όπως και να έχουν τα πράγματα, η αντίστιξη ανάμεσα στα ζωηρόχρωμα σάρι των γυναικών και στον περιβάλλοντα χώρο είναι αισθητή. Τα μικρομάγαζα τριγύρω, ακόμα κι αν είναι βαμμένα γαλάζια, έτσι όπως πνίγονται στη σκόνη του δρόμου και τη βρωμιά της καθημερινότητας, δεν μπορούν να συναγωνιστούν τις φορεσιές των γυναικών.
Ήταν καθισμένες κατάχαμα, πάνω σε πατανίες που είχαν στρώσει στην άκρη ενός πολυσύχναστου και θορυβώδους δρόμου της αγοράς, στην παλιά πόλη, δίπλα σε ένα παραγκομάγαζο που πουλούσε καλάθια, καλαμωτές, κουλούρες από κανναβόσχοινο, στρογγυλές κανάτες για νερό και άλλα παρόμοια τσουμπλέκια οικιακής χρήσης.
Όλες κι όλες ήταν περίπου πενήντα στον αριθμό. Στην ηλικία, από όσο ήμουν σε θέση να καταλάβω, ήταν από τα σαράντα και πάνω. Μεσόκοπες γυναίκες με πρεσβυωπικά γυαλιά πάνω από τα τροφαντά τους μάγουλα, κόκκινες βούλες στο μέτωπο, γιαγιάδες με φαφούτικα στόματα και πρόσωπα γεμάτα αυλακιές και βαθιές ρυτίδες, μάτια θολά από τη σκόνη και την αντηλιά του μεσημεριού.
Στην κορυφή της ομήγυρης, ένας έφηβος κρατούσε το ρυθμό με ένα τύμπανο. Τρεις τέσσερις γυναίκες δίπλα του βαράνε μικρά κύμβαλα σαν τα δικά μας ζίλια με τα δυο τους χέρια. Δημιουργούσαν έτσι την κατάλληλη ρυθμική υπόκρουση για το τραγούδι των υπολοίπων,οι οποίες συνάμα χτυπούσαν χαλαρά παλαμάκια.
Ανάμεσα στις καθισμένες γυναίκες κυκλοφορούσε ένας άλλος νέος άνδρας, με μια μια κανάτα και ένα ποτήρι, και τα δυο μεταλλικά, στα χέρια του. Είχε επιφορτιστεί με το να κερνάει τις γυναίκες νερό, αυτές έπαιρναν το ποτήρι με το δεξί, έπιναν δίχως να αγγίξει το ποτήρι τα χείλη τους, έδιναν στη διπλανή τους. Ανάμεσα στις κυρίες κυκλοφορούσαν και μερικά πιτσιρικάκια, προφανώς παιδιά ή παιδιά των παιδιών τους. Χαζεύουν αυτό που συμβαίνει, ίσως και να βαριούνται, παίζουν με ο,τι υπάρχει διαθέσιμο, πάντα έτοιμα για σκανταλιές. Θέλοντας και μη, σίγουρα έχουν πατήσει το κουμπί της εγγραφής στο εσωτερικό τους κασετόφωνο. Θα μεγαλώσουν με αυτούς τους ήχους, οι ρυθμοί και οι μελωδίες γράφονται από νωρίς στο υποσυνείδητό τους, θα γίνουν κομμάτι του εαυτού τους.
Με αυτόματες κινήσεις βγάζω τη φωτογραφική μηχανή, τραβάω μερικές πόζες, τραβάω βίντεο για ένα δυο λεπτά. Δεν είμαι σίγουρος τι είδους αντίδραση θα συναντήσω από τις γυναίκες. Το βλέμμα μου συναντιέται με αυτό του νέου που βαράει το κρουστό: χαμογελαστός του δείχνω με προτεταμένο τον αντίχειρα προς τα πάνω ότι μου αρέσει αυτό που βλέπω και ακούω. Η αντίδρασή του κινείται στο ίδιο μήκος κύματος, χαμογελάει και εκείνος, γελάει τώρα μαζί με τις διπλανές του, μιμείται τη χειρονομία μου. Για εκείνον είμαι εγώ αυτός που προσφέρει το θέαμα, με τη μηχανή μου και τις αμήχανες κινήσεις μου και τις χαζές χειρονομίες μου. Μάλιστα.
Οι γυναίκες είναι καθισμένες σταυροπόδι, με μέτωπο στραμμένο προς ένα ξεχαρβαλωμένο τραπέζι-θρανίο, το οποίο ήταν στρωμένο με ένα κόκκινο ύφασμα. Πάνω σε αυτή την αυτοσχέδια τράπεζα δέσποζε η κορνιζαρισμένη φωτογραφία μιας ηλικιωμένης κυρίας. Η φωτογραφία ήταν στολισμένη με ένα περιδέραιο από χρυσάνθεμα, και δίπλα της, ακουμπισμένα στο τραπέζι και σε δυο ετοιμόρροπα ράφια πάνω από τη φωτογραφία, ένα θυμιατό με δυο τρία αναμμένα αρωματικά στικ, ένα μικρό βάζο με τρία πλαστικά κόκκινα τριαντάφυλλα, ένα καντηλάκι, ένα πιατάκι με κάποια προσφορά, ένα χάλκινο ποτήρι, κάτι άλλες εικονίτσες. Είναι προφανές πως η εκδήλωση αυτή λαμβάνει χώρα προς τιμήν της γυναίκας αυτής, ασφαλώς μακαρίτισσας.
Ωστόσο οι γυναίκες που μαζεύτηκαν να την τιμήσουν δεν ήρθαν να την κλάψουν, να την τραγουδήσουν ήρθαν. Στο δικό μας πολιτισμό, τέτοιου είδους λατρευτικές εκδηλώσεις δεν προορίζονται για απλούς θνητούς. Μόνο για τους αγίους, ίσως, και για την Παναγία και τις θαυματουργές της εικόνες. Δεν μπορώ να αποφύγω τον παραλληλισμό αυτού που συμβαίνει μπροστά μου με άλλες θρησκευτικές εκδηλώσεις πίστης, πιο οικείες. Πιθανά κατάλοιπα προχριστιανικών λατρευτικών εθίμων, που έφτασαν μέχρι τις μέρες μας ενσωματωμένα στη χριστιανική πίστη. Ίσως αυτό να είναι το κοινό σημείο, ακόμα και αν το χάσμα, πολιτισμικό και ιστορικό, μοιάζει αγεφύρωτο. Πολύ παλιά γυναίκες ήταν αυτές που είχαν επιφορτιστεί με τη λατρεία πανάρχαιων μητριαρχικών θεοτήτων όπως η Αστάρτη. Τη σύγχρονη εποχή, γυναίκες ως επί το πλείστον ξενυχτούν στο προαύλιο της Μεγαλόχαρης για να δουν τη Χάρη της να περπατά ανάμεσά τους, να τις χαιρετά από την εκκλησία και να κάνει κάθε χρόνο τα θαύματά της. Πόσο αγαπημένη είναι η Παναγία ανάμεσα στις τσιγγάνες που κάθε χρόνο εκπληρώνουν το τάμα τους στην Τήνο. Και εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου, γυναίκες μιας θρησκείας που μπορεί να διακρίνει το Θείο σε οποιαδήποτε έκφανση του και σε οποιαδήποτε μορφή, σε οποιαδήποτε φάση της καθημερινότητας, οι γυναίκες μαζεύονται και τραγουδάνε για να τιμήσουν την αγία εκλιπούσα. Ίσως όχι σαν θεά, αλλά μάλλον σαν άνθρωπο, και καλύτερα έτσι. Για ώρες.
Έχει σχεδόν νυχτώσει πια τώρα που τις ξαναβλέπω στο ίδιο σημείο να συνεχίζουν το τραγούδι τους. Σταματάνε για λίγο, μετά ξεκινούν και πάλι. Αν και έχουν περάσει αρκετές ώρες, δεν δείχνουν ιδιαίτερα κουρασμένες. Είναι η πίστη τους που τους δίνει δυνάμεις. Αναρωτιέμαι μέχρι τι ώρα θα τραβήξει το σκηνικό, θα το ξενυχτήσουν κιόλας, μέχρι πού θα πάει η βαλίτσα;
Δεν θα το μάθω βεβαίως ούτε αυτό, κάποια στιγμή πρέπει να σκεφτώ και τη δική μου τη βαλίτσα. Η οποία ξέρω πού πάει, στο Τζάισαλμερ πάει.
Δίπλα στις πιστές που τραγουδούν, η ζωή της πόλης δείχνει να συνεχίζει απαράλλαχτη. Μηχανάκια και φορτηγά περνούν από δίπλα τους μαρσάροντας, οι έμποροι συνεχίζουν τα αλισβερίσια τους, οι ταξιτζήδες τα παζάρια τους, τα ποδήλατα τις σφήνες τους, οι αγελάδες το μασούλημά τους. Και εγώ το περπάτημα για την τελευταία πια στάση στο ξενοδοχείο. Μαζεύω το σάκο μου, αποχαιρετώ εγκάρδια τη μαμά-μαγείρισσα του ξενοδοχείου και βγαίνω στο δρόμο. Μετά από το εθιμοτυπικό παζάρεμα με το ταξιτζή, έτσι για να μη χάνουμε τη φόρμα μας, μπαίνω στο ρίκσω με προορισμό το σταθμό των λεωφορείων. Μπαίνοντας στο πίσω κάθισμα, το κλιπ του λουριού του σάκου μου διαλύεται. Από το πρωί με περίμενε μόνη της στο ξενοδοχείο η αποσκευή μου, την άφησα όλη μέρα μέρα μόνη της, και τώρα με εκδικείται.



6 σχόλια:

  1. Μετά από καιρό και "αποτοξίνωση" αρκετών εβδομάδων, νά'μαι πάλι εδώ, διαβάζοντας 3 κεφάλαια μονοκοπανιά - ό,τι καλύτερο για να "γλυκάνουμε" λίγο, να ξεχάσουμε το μαύρο της δικής μας πραγματικότητας και να ταξιδέψουμε λίγο με τη βοήθεια της "χρωματιστής" και "μυρωδάτης" πένας του συγγραφέα...

    Ευλογημένος, τέκνον μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. xristo παντα υπέροχος!!!
    δεν χορταίνω να διαβάζω τις ιστορίες σου..
    δίνεις στην ινδία την πραγματική της αξία.
    σε εκείνο το ξενοδοχείο είχα πάει και εγω για καφέ και παγωτό..στο πρώτο μου ταξίδι πρίν απο αρκετά χρόνια..
    σε ευχαριστώ θερμά που ξαναζώ το ταξίδι μου..
    renata.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. 1. πατερ ευχαριστω για τις ευλογιες, επιτελους ανεστης. ο συνονοματος σου χρειαστηκε 3 μερες, εσυ 3 κεφαλαια...συμπτωση;
    2.γεια σου ρενατα! σε ευχαριστω πολυ.
    στο pal haveli τα χερια σου τα επλυνες στο μπανιο, ετσι;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Στην ιδια πλατεια στο ρολοι αγορασα τα πιο μυρωδατα μπαχαρικα κ παζαρεψα σκληρα πανεμορφα ριχταρια. Αλλα τις γυναικες που τραγουδουσαν δεν ειχα την τυχη να τις ακουσω κ να τις δω. Τις απολαυσα ομως μεσα απο το εξαιρετικο για αλλη μια φορα κειμενο σου, παρεα με το πολυ ομορφο βιντεακι.
    Να σαι παντα καλα.
    Eleni70

    ΑπάντησηΔιαγραφή