Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νεο δελχι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νεο δελχι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Κεφάλαιο 14


WANDERLUST





Η βάρκα είναι γερμένη στο πλάι, με τα ύφαλα της στον αέρα. Στηρίζεται εκεί με μπαμπού χωμένα στη λάσπη της όχθης και στερεωμένα κάτω από την κουπαστή. Το πέτσωμα της είναι φτιαγμένο από φαγωμένο ξύλο, τσόντες και μπαλώματα από λαμαρίνα κάθε χρώματος, προφανώς υλικά από δεύτερο χέρι. Πιτσιρίκια τριγύρω παρατηρούν τους δυο άνδρες που καλαφατίζουν με όσο λιγότερη πίσσα μπορούν το σκαρί. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν κωμικό, πολύχρωμη επιφάνεια τακτικά διάστικτη από μαύρους λεκέδες κάθε δέκα πόντους ή και λιγότερο.
Έχω χάσει το λογαριασμό πόσα τσάγια έχω κατεβάσει από το πρωί. Έχω αράξει εδώ κάτω στη λιακάδα και χαζεύω τον κόσμο τριγύρω. Σάντι σάντι. Μερικά βήματα δίπλα μου, ένα μοσχαράκι χαϊδεύει με τη μουσούδα τη μαμά του και περιμένει από αυτή να του επιστρέψει τη στοργή. Σκηνές ειδυλλιακές. Η αγελάδα με βλέπει που τη βλέπω, αργά αλλά αποφασιστικά έρχεται προς το μέρος μου. Φαγητό δεν έχεις να μου δώσεις μεγάλε βλέπω, αλλά ένα δυο χαδάκια, εε? Άλλο που δε θέλω εγώ, οι παριστάμενοι χαμογελάνε...
Το αγαπημένο μου μέρος στο Βαράνασι ήταν τα ghats. Όλες τις μέρες που έμεινα στην πόλη αυτή, τίποτε δε μου άρεσε περισσότερο από το να παραμένω εκεί μετά την ανατολή του ηλίου. Μου άρεσε να κάνω μια μεγάλη βόλτα κατά μήκος της όχθης, προς τα βόρεια, με την κατεύθυνση του ρεύματος του ποταμού. Ο ήλιος που ανέβαινε σιγά σιγά ήταν ευπρόσδεκτος με τη ζεστασιά που προσέφερε. Η παγωνιά έφευγε λίγο λίγο, έπαιρνε μαζί της και το αδιάβροχο μου, μετά το φλις. Την πρωινή δροσιά αντικαθιστούσε η γλυκιά θαλπωρή της λιακάδας.
Ένιωθα μια παράξενη οικειότητα με το τοπίο. Οι προβλήτες, η περατζάδα, άνθρωποι που έδειχναν να περιφέρονται ανέμελα, το νερό μπροστά μου, οι βάρκες που περνάνε αργά,οι γλάροι που γλιστράνε από πάνω τους, η στεριά απέναντι...πως είναι δυνατό να μου είναι τόσο ύποπτα γνώριμο αυτό το τοπίο, τόσο μακρυά από το δικό μου τόπο? Πώς γίνεται να μου έρχονται στο μυαλό και τα μάτια παρόμοιες εικόνες από άλλα μέρη, όπου το νερό απλά είναι αλμυρό? Περπατάω σχεδόν άσκοπα, βγάζω φωτογραφίες, κάθομαι όταν μου κάνει κέφι, χαζεύω, πίνω άλλο ένα τσάι, συνεχίζω τη βόλτα. Τι ώρα είναι? Ποιος νοιάζεται?
Φτάνω στη Manikarnika. Κάθομαι σε ένα πεζούλι, η ματιά μου βόσκει πάνω στην τελετή αποτέφρωσης που ξετυλίγεται μπροστά μου, ακόμα μια φορά. Ακόμα μια φορά έρχεται κάποιος ντόπιος πρόθυμος να μου εξηγήσει τι συμβαίνει, να μου δείξει πού φυλάνε τα ξύλα, πώς τα ζυγίζουν, πού κρατάνε τους νεκρούς. Ακόμα μια φορά αρνούμαι ευγενικά, εξηγώντας πως τα ξέρω όλα αυτά, δεν με ενδιαφέρουν, με ενδιαφέρει να πιω το τσάι μου ήσυχα. Ακόμα ένας κράχτης θα με προσεγγίσει για να μου πει για το θείο του που έχει κατάστημα με μπαχαρικά, με πολύτιμες πέτρες, με μεταξωτά. Θα μου πει πόσα μπαχαρικά χρειάζονται για να γίνουν οι δυο παραλλαγές του μασάλα τσάι, πώς ξεχωρίζεις τους γνήσιους πολύτιμους λίθους από τις πέτσες, πως μόνο ένα μεταξωτό φουλάρι μπορεί να περάσει μέσα από ένα δαχτυλίδι ενώ το συνθετικό δεν περνάει, πώς διακρίνεται η αληθινή πασμίνα από τη μαϊμουδίσια. Ακόμα μια φορά θα τον ευχαριστήσω λέγοντας πως δεν ενδιαφέρομαι, αν επιμείνει θα του πω ότι δεν μπορεί πάρα να με αφήσει στη ησυχία μου, δεν έχω παρά να σηκωθώ και να ξανακάτσω δυο μέτρα παρακεί. Ακόμα ένας πωλητής θα θελήσει να μου σπρώξει αυτό που δεν ψάχνω, χασίς, όπιο. Ευχαριστώ, όχι. Η φωτογράφηση απαγορεύεται εδώ, έτσι δεν είναι? Σεβαστό λοιπόν, όπως σεβαστή και η βούληση μου να χαλαρώσω πίνοντας το τσαγάκι μου χαλαρά και χωρίς μπίρι μπίρι. Ε, όχι και να χαλάσουμε τα κέφια μας.
Προχωρώντας πιο κάτω στην όχθη, περνάω ένα κτίριο που μου ακούγεται χωρίς καμμία αμφιβολία γνώριμο. Αώο τα μεγάφωνα που έχει στερεωμένα στους τοίχους, βομβαρδίζει το ghat με τους ήχους ενός ζαλισμένου ταμπούρλου και το αργόσυρτο,απελπιστικά αυτοσχεδιαστικό ΤΙΙΚΑΡΑΑΑΜ, ΤΙΚΑΡΑΑΜ, ΤΙΙΙΚΑΑΡΑΑΑΜ, ΤΙΙΚΑΑΑΡΑΑΜ! που μου κράτησε συντροφιά ένα βραδάκι, από τις τρισείμιση το πρωί... Αααα, τα πουλάκια μου, εδώ έχετε τη φωλίτσα σας εε? Και ανοίξατε και παράρτημα στη γειτονιά μου. Περιττό να αναφέρω πως κάθε φορά που περνούσα από αυτό το σημείο (οπού ΠΑΝΤΑ ακουγόταν με αμείωτη ένταση και ζέση η προσευχή αυτή) το χαλαρό μου βήμα έπαιρνε ζωή και άνοιγε...
Η εικόνα των λουομένων με ακολουθεί κατά μήκος της βόλτας, διακόπτεται σποραδικά από αυτή των ανθρώπων που πλένουν ρούχα κοπανώντας τα στις πέτρινες πλάκες, στην ακροποταμιά. Με έκπληξη διακρίνω δυο φιγούρες στην όχθη που δεν κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι καθισμένοι στις φτέρνες τους, ντυμένοι, και φαινομενικά ακίνητοι. Μου προκαλούν περιέργεια, πλησιάζω να δω καλύτερα. Ψαρεύουν. Κρατάνε υποτυπώδεις πετονιές στα χέρια τους, με πρωτόγονη αρματωσιά, όπως διαπίστωσα αργότερα. Τους ρωτάω με νοήματα αν έχουν πιάσει τίποτε, αν η ψαριά τους έχει μικρά ή μεγάλα ψάρια. Ο πιο νέος από τους δυο με ήρεμες κινήσεις τραβάει ένα σκοινάκι που χάνεται στο ποτάμι, μετά από μια δυο οργιές μέσα από το θολοπράσινο νερό διακρίνω ένα παχουλό ψαράκι βουρλισμένο με το σκοινί, λίγο παραπάνω από μεριδιάρικο. Ο νέος έχει φουσκώσει σα γαλόπουλο, το πλατύ χαμόγελο δεν αφήνει περιθώριο για παρεξηγήσεις, είναι πολύ ικανοποιημένος από τη ψαριά ως τώρα. Και συνεχίζει. Το καμάρι είναι φαινόμενο διεθνές, σιγά μην άφηνε την ευκαιρία να κοκορευτεί να πάει χαμένη...Πόζα για φώτο ασφαλώς.
Τα χρώματα στη διαδρομή εναλλάσσονται με γοητευτικό τρόπο. Ένα ghat είναι βαμμένο με το χρώμα της ώχρας και το κεραμιδί. Στο αμέσως επόμενο, λίγα μέτρα παρακάτω, επικρατεί παντού το τυρκουάζ. Νιώθω φαγούρα στο δάχτυλο που έχω στο κουμπάκι της φωτογραφικής, υποκύπτω στον πειρασμό, είναι ακόμα σχετικά νωρίς, τα χρώματα δεν θα βγουν καμμένα. Τραβάω σα δαιμονισμένος, σκεπτόμενος, δε βαριέσαι, πίσω στο ξενοδοχείο θα ξεσκαρτάρω τις άχρηστες, τώρα όμως έχουμε πάρτι.
Το φωτοπάρτυ θα συνεχιστεί και στο επόμενο ghat, αυτή τη φορά χάρη στην παρουσία των ανθρώπων. Στον τουριστικό οδηγό είχα διαβάσει ότι ένα συγκεκριμένο ghat είναι δημοφιλές για τους ταξιδιώτες που έρχονται εδώ από τα νοτιά της Ινδίας. Ε λοιπόν τούτο εδώ είναι το εν λόγω ghat, εδώ γίνεται το έλα να δεις. Γυναίκες με πολύχρωμα σάρι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν μαζικά τα σκαλιά, κρατάνε παγούρια για να πιάσουν νερό από τον ιερό ποταμό, πώς κρατάνε οι γυναίκες εδώ τον αγιασμό σε μπουκαλάκια? έτσι. Μεγάλος συνωστισμός, εικόνες από παζάρι, χωρίς το παζάρι. Γιατί οι λίγοι πλανόδιοι πωλητές που προσφέρουν εικονίτσες και παγουράκια δε δικαιολογούν τέτοια κίνηση. Άλλοι πιστοί πλένονται στην όχθη, άλλοι μπαίνουν μπουλούκι σε μεγάλες βάρκες, άλλοι ξυρισμένοι γουλί κάθονται σταυροπόδι και κάνουν μια τελετή υπό τις υποδείξεις των βραχμάνων, παραδίπλα μια ντουζίνα γυναίκες τραγουδάνε ρυθμικά χορεύοντας έναν κυκλικό χορό και χτυπώντας παλαμάκια. Χαμός. Εντάξει λέω από μέσα μου, άσε τώρα το κουμπάκι της κάμερας, τράβηξες ο,τι τράβηξες, πάμε παρακάτω, τι θα κάνεις?
Παρακάτω τα πράγματα είναι πολύ πιο ήσυχα, ερημικά σχεδόν. Διασταυρώνομαι με έναν άντρα που προχωράει προς το νερό με μια σακούλα γεμάτη ψίχουλα, ακολουθούμενος από ένα πιτσιρίκι. Ώπα εδώ είμαστε λέω, εδώ κάτι παίζει, όχι? Ο άντρας φτάνει στην άκρη της προβλήτας, σε ένα στρογγυλό υπερυψωμένο πλάτυσμα, αφήνει τη σακούλα κάτω, σηκώνει και ανοιγοκλείνει τα χέρια φωνάζοντας ''ΑΑΟΟ!! ΑΑΟΟ!! ΑΑΟΟ!!'' Μετά από μισό λεπτάκι, ο ουρανός πάνω μας έχει γεμίσει γλάρους. Ο άντρας σηκώνει τη σακούλα, βάζει το χέρι μέσα, δίνει και του γιου του, πετά τα ψίχουλα στον αέρα και στο νερό. Της μουρλής. Πανδαιμόνιο από φωνές και φτερουγίσματα. Πλησιάζω, τραβάω φωτογραφίες, τους τις δείχνω. Τους αρέσουν, θα ποζάρουν για περισσότερες. Με παντομίμα τους ρωτάω τι είναι όλη αυτή η διαδικασία, δείχνοντας με νόημα τη σακούλα και τους γλάρους.
-Πις , μου απαντούνε και οι δυο, πις.
-Σα να λέμε προσφορά, πούτζα? Ξαναρωτάω.
-Όχι, όχι πούτζα, πις, απαντούν επίσης μαζί, ο άντρας σοβαρός. Μα τι χοντροκέφαλος είναι τούτος, σκέφτεται σίγουρα. Του λέμε πις, τι πούτζα, τι σχέση έχει το ένα με το άλλο...αλλά τι περιμένεις...
Το ίδιο συμπαθητικό- και καθόλα φωτογενές πιτσιρίκι θα με δει και θα με θυμηθεί δυο τρεις μέρες αργότερα, την ίδια περίπου ώρα, όταν εγώ έκανα την ίδια περίπου βόλτα, με παρέα αυτή τη φορά.
Ήταν σε μια προβλήτα άδεια από πιστούς, λίγο πιο βόρεια, κοντά στη γέφυρα που σηματοδοτεί το τέλος των ghats. Πάνω από τα σκαλοπάτια ένα αρχοντικό που η κατάστασή του γεννούσε απορίες: Το μισό ήταν φρεσκοβαμμένο, περιποιημένο και καθαρό. Το άλλο μισό που αντίκριζε το ποτάμι άγγιζε τα όρια της κατάρρευσης, σοβάδες φαγωμένοι, κουφώματα ξηλωμένα, παράθυρα που χάσκουν. Επάνω του με μεγάλα γράμματα μια επιγραφή. ΝΑNDESHWAR GHAT. Οι μαϊμούδες ανενόχλητες σκαρφαλώνουν και διασχίζουν επιφάνειες άβαφες και φρεσκοβαμμένες με την ίδια αδιαφορία. Οι άνθρωποι με τις υποθέσεις τους, εμείς με τις δικές μας. Δίπλα στο αρχοντικό μια μάντρα σκεπασμένη ολόκληρη από σβουνιές, κολλημένες στον τοίχο να ξεραθούν.
Παρόντες στην προβλήτα ήταν μόνο αυτοί που έπλεναν και άπλωναν τη μπουγάδα και πολλά, πάρα πολλά πιτσιρίκια. Σε αυτή τη γειτονιά δεν πρέπει να είναι και πολύ δημοφιλές το σχολείο. Κρίκετ, χαρταετός, παιχνίδι και γλυκιά ζωή. Είδα λοιπόν έναν μικρο να τρέχει καταπάνω μου φωνάζοντας, γρήγορα κατάλαβα ότι η γνωριμία μας έχει γίνει ήδη, τότε με το πις. Φώτο φώτο φωνάζει με ενθουσιασμό, παίρνοντας ήδη ηρωική πόζα. Δεν αργεί να μαζευτεί γύρω μου ένα παιδομάνι που εναλλάξ ποζάρει και ζητάει να δει το αποτέλεσμα.
Κάθομαι στο πεζούλι. Τι κρίμα, εδώ δεν έχει τσαγάδες. Κάθομαι και χαζεύω τους πιτσιρικάδες που με βαρέθηκαν και γυρίσανε στο κρίκετ. Ένα άλλο τσούρμο παίζει ένα άλλο παιχνίδι, σαν κρίκετ, μόνο που αντί για μπάλα χρησιμοποιούν ένα κουτσουράκι ατρακτοειδές, αφημένο στο έδαφος. Ο παίχτης με ένα έντεχνο χτύπημα στην άκρη, σηκώνει το κουτσουράκι στον αέρα. Κινείται γρήγορα, παίρνει φόρα με το ρόπαλο στα χέρια, πρέπει να το χτυπήσει στον αέρα, πριν πέσει πάλι στο χώμα. ΤΑΚ! Ένας ξερός ήχος αντηχεί στην προβλήτα. Το ρόπαλο πετυχαίνει το κουτσουράκι και το στέλνει μακρυά, πέρα, προς το ποτάμι. Στην προσπάθεια να δω το ξυλαράκι τα μάτια μου δακρύζουν από τον ήλιο που τώρα πια είναι πολύ φωτεινός. Φωνές επιδοκιμασίας. Τέτοιο παιχνίδι πρώτη φορά βλέπω, ούτε που καταλαβαίνω τους κανόνες. Ούτε με ποτάμια είχα ποτέ πάρε δώσε. Γιατί λοιπόν να μου μοιάζει αυτό το μέρος τόσο γνώριμο...

Κεφάλαιο 10



O ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΛΕΠΤΟΣ ΣΑ ΧΑΡΤΙ




Ο αριθμός των ανθρώπων αρχίζει σιγά σιγά να αυξάνεται, με ολοένα και μεγαλύτερο ρυθμό.
Έχει χαράξει, ο ήλιος αρχίζει να εμφανίζεται απέναντι από τα σκαλοπάτια της όχθης. Το φως αλλάζει λεπτό με το λεπτό. Οι πιστοί αφήνουν τα ρούχα τους τακτοποιημένα στα σκαλιά, και κατεβαίνουν στο κρύο νερό. Οι γυναίκες μπαίνουν με το σάρι. Οι άνδρες που μπαίνουν ως επί το πλείστον μόνο με ένα πανί στα λαγόνια τους, χρησιμοποιούν και σαπούνι. Το λουτρό στο ποτάμι είναι και καθημερινή φροντίδα του σώματος, όχι μόνο κάθαρση της ψυχής.
Είναι ωστόσο μια μυστηριακή εμπειρία. Παρατηρώ τους λουόμενους, να κλείνουν τα μάτια, να ψιθυρίζουν προσευχές που ακούει μόνο το ποτάμι. Σκύβουν, κλείνουν με το ένα χέρι τη μύτη, βουτούν επιτόπου στο νερό, μια, δυο, τρεις φόρες, αναδύονται, αναζωογονημένοι, νέοι.
Ένας άλλος με κλειστά τα μάτια υψώνει τα χέρια ψηλά, με το πρόσωπο προς τα εμπρός, χαιρετίζει τον ήλιο που μόλις προβάλλει, δέχεται με ενδόμυχη αγαλλίαση τη θέρμη από τις πρώτες στοργικές ακτίνες.
Δίπλα του μια γυναίκα έχει πάρει το μικρο μπρούτζινο κανάτι της στα χέρια. Ως τη μέση στο νερό, ανάμεσα σε πέταλα λουλουδιών, παίρνει νερό στο δοχείο, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια εδώ και αμέτρητους αιώνες, σιγανά, ψιθυριστά. Κοιτώντας το νέο ήλιο να ανατέλλει, υψώνει τα χέρια μπροστά, αφήνει το νερό να διαγράψει ένα ρευστό τόξο και να επιστρέψει στο ποτάμι Προσφορά στη Μητέρα. Η σπονδή επαναλαμβάνεται, και μετά πάλι Τα μάτια της καρφωμένα στο χλωμό ακόμη δίσκο, με μια ηδύτητα και μια λατρεία που σπάνια εκδηλώνεται πια. Μου έρχονται στο νου εικόνες πιο οικείες, πιο κοντινές, οπού είχα αντικρίσει πάλι αυτί τη γλυκύτητα. Και πάλι κοντά σε νερό, θαλασσινό αυτή τη φορά, μπροστά σε εικονίσματα, ταπεινές γυναίκες κοιτάζουν τα μάτια της Παναγίας με την ίδια αφοσίωση, ίσως κάτι ζητούσαν, ίσως τίποτε, ίσως λέγαν ευχαριστώ στη μητέρα που η αγκαλιά της είναι πλατύτερη από όλους τους ουρανούς, με τον μόνο τρόπο που μπορεί να υπάρξει.
Οι γυναίκες βγαίνουν από το νερό με ρυάκια να τρέχουν από τα ρούχα τους. Το σάρι είναι κολλημένο επάνω στο δέρμα τους. Αλλάζουν διαδοχικά ρούχα, βάζουν στεγνά, χωρίς να γυμνωθούν στιγμή. Τριγύρω κυκλοφορούν μικρά κορίτσια με πανεριά, πουλούν μικρές γαβάθες φτιαγμένες από ξερά δεντρόφυλλα. Μέσα τους ένα μικρό πλασμένο με τα δάχτυλα κεράκι, λουλούδια, πέταλα. Μια γυναίκα αγοράζει ένα, ανάβει το κεράκι, με ευλάβεια το αποθέτει στο νερό, με μαλακή κίνηση
το σπρώχνει προς τα μέσα. Το αυτοσχέδιο καραβάκι ανοίγεται, παρασύρεται από το ρεύμα, ενώνεται με άλλα, πολλά, που αρμενίζουν πιο ανοιχτά, ανάμεσα στις βάρκες. Πούτζα. Παρακολουθεί το ποτάμι να δέχεται την προσφορά της με προσευχές στα χείλη, με τις παλάμες ενωμένες μπροστά στο στήθος.
Άλλοι ντύνονται βιαστικά, αφού έχουν αλοιφτεί με κρέμες και έχουν στεγνώσει. Σταματούν για λίγο και κοιτούν με ευλάβεια τον ήλιο που ξεκινά πάνω από το νερό, λίγο πριν φύγουν με βιασύνη για τη δουλειά τους. Ακόμη μια μέρα δύσκολη έχει ξεκινήσει. Βλέπω έναν δυο να κάνουν γιόγκα αφοσιωμένοι. Άλλοι, ακόμη ημίγυμνοι ασκούνται κάνοντας κάτι σαν πούσαπς σε μια γωνία. Μερικοί έχουν καθίσει στη στάση του λωτού και διαλογίζονται, στραμμένοι και αυτοί προς την ανατολή,απορροφημένοι.
Πιο πάνω από τα σκαλοπάτια, σε ένα υπερυψωμένο στρογγυλό πλάτυσμα, κάθεται σταυροπόδι ένας άνδρας. Είναι κουκουλωμένος, φοράει μια μαντήλα δεμένη γύρω από το κεφάλι του. Έχει τα μάτια κλειστά, το σοβαρό του πρόσωπο πάνω από το ποτάμι, πάνω από τον ορίζοντα. Το κορμί του παλινδρομεί μπρος πίσω, αριστερά δεξιά. Οι παλάμες μπροστά στο στήθος του, στραμμένες προς τον διαυγή ουρανό, σε θέση ικεσίας. Σπουργίτια και χαζοπούλια κάθονται κοντά του, αναπεταρίζουν γύρω του, δε νιώθουν καμμία απειλή να έρχεται από την παρουσία του. Η συνεχής κίνηση του κορμού του μάλλον τα καθησυχάζει παρά τα τρομάζει.
Όταν χαράζει εδώ, ο ουρανός είναι λεπτός σα χαρτί. Οι προσευχές μου μπορούν να τον διαπεράσουν πιο εύκολα. Ο,τι ζητήσω θα εισακουστεί, φτάνει να βγαίνει από την καρδιά μου.



κεφάλαιο 9


ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΓΙΑΤΡΕ, ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΑΥΓΗ...




...εγώ εδώ γεννήθηκα, στο Βαράνασι, αλλά στα δέκα μου αναγκαστήκαμε και μεταναστεύσαμε οικογενειακώς, τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, κινδυνεύαμε, δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική...αργότερα προσπάθησα να γυρίσω...πολλές φορές... αλλά μου αρνιόντουσαν την είσοδο στη χώρα...έτσι, τελικά δοκίμασα αυτό τον τρόπο, σαν χριστιανός πια...αποδείχθηκε πως ο μόνος τρόπος να γυρίσω στην πατρίδα μου ήταν σαν μέλος αυτής της ιεραποστολής... Ο άνθρωπος που μιλούσε ήταν γύρω στα σαράντα,μελαχροινός, εύκολα μπορούσες να τον πάρεις για μεσογειακό. Έχει μακριά ανάκατα μαλλιά και η πλακουτσή του μύτη δεσπόζει πάνω από την άγρια γενειάδα του, λεκιασμένη σε δυο τρία σημεία από συστάδες με άσπρες τρίχες. Μιλά στην ελβετίδα γυναίκα που είναι καθισμένη δίπλα μου, με δυσκολία τον ακούω να λέει την ιστορία του στα αγγλικά με αμερικανική προφορά. Από τον τρόπο που κινιόταν στο χώρο είχα καταλάβει από πριν ότι δεν είναι επισκέπτης, αν και τα ρούχα του μπορούσαν κάλλιστα να υποδείξουν αυτό ακριβώς.
Στρέφω την προσοχή μου προς εκεί, τώρα τον βλέπω και τον ακούω να περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει αυτό το χριστιανικό άσραμ... Ο χώρος στον οποίο στεγάζεται ουσιαστικά αποτελεί τμήμα του περιβάλλοντος χώρου ενός αρχοντικού που ανήκει σε μια οικογένεια πλούσια. Φυσικά παραχωρείται έναντι αντιτίμου. Αυτό που συμβαίνει λοιπόν είναι το εξής, από τη στιγμή που νοικιάστηκε ο χώρος στους χριστιανούς, αρχίζει ένα σερί από κακοτυχίες και σύμφορες για την ιδιοκτήτρια οικογένεια: ένα παιδί γεννιέται με βαριά αναπηρία, δεύτερο παιδί γεννιέται με σύνδρομο Ντάουν, η γυναίκα βρίσκεται με νεοπλασματική νόσο, ένας συγγενής παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο. Αρχίζει να κυκλοφορεί μια φήμη και μια θεωρία που όσο περνά ο καιρός, από στόμα σε στόμα γίνεται και πιο έντονη, διογκώνεται: η θεά Κάλι, η θεά της καταστροφής, παίρνει την εκδίκησή της. Είναι εξοργισμένη που ένα κομμάτι του σπιτιού, το οποίο για κάποιο λόγο θεωρεί δικό της, έχει εκχωρηθεί στη λατρεία της ξένης πίστης. Και ήταν η δουλειά αυτού του ανθρώπου, με την διττή ιδιότητα του ντόπιου αλλά και του μέλους της αποστολής, να έρθει σε επικοινωνία με την εν λόγω οικογένεια, να προσεγγίσει τους χτυπημένους ανθρώπους με καλό τρόπο και να σβήσει τη φωτιά που σε λίγο θα ακυρώσει κάθε προοπτική συνέχειας της αποστολής σ'αυτό το μέρος. Να προσπαθήσει να κατευνάσει τα πνεύματα και να φέρει τις δυο πλευρές κοντύτερα. Πώς να εξευμενιστεί η θεά? Δεν έμαθα αν ευόδωσε η προσπάθειά του. Κοιτάζω προς τη μεριά του αρχοντικού. Δεν φαίνεται τίποτε, το σπίτι και ο υπόλοιπος κήπος είναι κρυμμένα πίσω από ένα ψηλό μαντρότοιχο με σπασμένα γυαλιά τσιμεντωμένα στην κορυφή. Μια μεγάλη πινακίδα με κόκκινα γράμματα προειδοποιεί ρητά και έντονα ότι η είσοδος απαγορεύεται αυστηρά...
Την συντροφιά προσεγγίζει ένα παλικάρι γύρω στα εικοσιπέντε,με παχιά κόκκινη γενειάδα. Έρχεται σε μένα να με συγχαρεί, του άρεσε πολύ ο τρόπος που έπαιζα το κρουστό. Συστηνόμαστε, είναι ο Gadi, έρχεται από το Ισραήλ, ταξιδεύει με την παρέα του εδώ και δυο μήνες, έχει τουλάχιστον άλλους τρεις μήνες να ταξιδέψει μπροστά του. Στο Βαράνασι παρακολουθεί μαθήματα μουσικής, μαθαίνει το μπανσουρί, το αντίστοιχο του ευρωπαϊκού φλάουτου, μόνο που το ινδικό ξαδελφάκι είναι φτιαγμένο από μπαμπού. Του λέω πως ξέρω να παίζω νέυ, ένα φλάουτο γνωστό σε όλη τη μέση ανατολή, και πως τα καταφέρνω λίγο και με το μπανσουρί. Χαμογελώντας, κάνει μια κίνηση και βγάζει ένα καλαμένιο φλαουτάκι από το σακίδιο του, το οποίο και μου προσφέρει. Χαρούμενος το παίρνω στα χέρια, βλέπω την έκπληξη να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του όταν προσπαθώ να του παίξω τον εθνικό ύμνο της χώρας του στο μπανσουρί. Ξεκινάμε μια κουβέντα που ξεκινά από το πώς ένας Έλληνας χωρίς να έχει πάει ποτέ στο Ισραήλ γνωρίζει τον εθνικό ύμνο, και συνεχίζει με τη συμμετοχή και των υπολοίπων σχετικά με τον ιουδαϊσμό, τον εβραϊκό πολιτισμό, τα εβραϊκά έθιμα, τις διάφορες θρησκευτικές τάσεις μεταξύ των Εβραίων. Ο ίδιος ο Gadi ανέφερε πως θεωρεί τον εαυτό του αποστασιοποιημένο από θρησκευτικά κατεστημένα, και πως κρατά μια φιλελεύθερη και κριτική στάση απέναντι σε φλέγοντα ζητήματα που αφορούν εκείνη τη γωνιά του κόσμου. Από τη μεριά μου προσπάθησα να κρατηθεί η συζήτηση μακριά από σημεία ακανθώδη όπως η πολιτική και η χάραξη πολιτικής από διάφορες χώρες στη μέση ανατολή. Κάνεις δεν θα κέρδιζε τίποτε από διαξιφισμούς που μοιραία θα φέρνανε πίκρα και αντιπαλότητα. Άλλωστε ούτε η στιγμή ήταν κατάλληλη, ούτε ο τόπος, είμαστε φιλοξενούμενοι. Επιπρόσθετα, όλοι οι υπόλοιποι δείχνανε τα διατηρούν ανάλογη στάση.
Η κουβέντα είχε πάρει μεταφυσική κατεύθυνση, όταν ένας νεαρός πλησίασε το μέλος της συντροφιάς που ήταν από το Νεπάλ. Μαθαίνουμε για πολιτική αναταραχή στη χώρα. Κυκλοφορούν φήμες ότι έκλεισαν τα σύνορα με τα γειτονικά κράτη μέχρι να καταλαγιάσει ο θόρυβος. Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει ή να εξέλθει στη χώρα. Ο άνθρωπος από το Νεπάλ έμεινε ανέκφραστος, έτσι μου φάνηκε εμένα τουλάχιστον. Κάποια στιγμή δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ τι ακριβώς έκανε αυτός ο άνθρωπος στη γιορτή του χριστιανικού άσραμ. Αργότερα αναρωτήθηκα το ίδιο και για το Gadi. Και σχεδόν αμέσως σκέφτηκα πως πριν από ένα μήνα, θα αναρωτιόμουν και εγώ ο ίδιος για την δική μου παρουσία εδώ.
Νιώθω ότι η ώρα είναι περασμένη πια και πως πρέπει να αποχωρώ σιγά σιγά. Νιώθω τα δέκατα να μου πονάνε τα μάτια. Αρχίζω να χαιρετώ τους άλλους καλεσμένους όταν ο Gadi σηκώθηκε κι αυτός ανακοινώνοντας πως και εκείνος πρέπει να πηγαίνει. Ευχαριστήσαμε τους οικοδεσπότες για τη φιλοξενία, το σπιτικό φαγητό και το απολαυστικό κήρυγμα και πήραμε το δρόμο για τα ghats.
Βαδίζω κατά μήκος της όχθης πλάι στο καινούργιο φίλο μου, συζητώντας περί ταξιδίων, περί προορισμών, περί ανέμων και υδάτων. Σε ένα σημείο ο Gadi σταματά:
-Εδώ πρέπει να σε αφήσω...
-Και γιατί δεν έρχεσαι μέχρι τη γωνία να πιούμε ένα τσάι? του προτείνω παραξενεμένος από την απρόσμενη αλλαγή στάσης του.
-Ξέρεις είναι Παρασκευή σήμερα.
-Ε, και?
-Να, σε λίγο αρχίζει το Σαμπάτ...
-ε, και...
-Ε, με την παρέα μας μαζευόμαστε εμείς κάθε Παρασκευή απόγευμα να τιμήσουμε την παράδοση... θα σου έλεγα να έρθεις και εσύ, αλλά ξέρεις, δε γίνεται...
Νιώθω λίγο αμήχανος, δεν ξέρω αν θα έπρεπε να νιώσω άσχημα ή να γελάσω, η εξέλιξη αυτή πραγματικά δεν μου είχε περάσει από το μυαλό. Αποχαιρετιστήκαμε, εγώ λίγο μουδιασμένα. Στις μέρες που ακολούθησαν στο Βαράνασι συναντηθήκαμε δυο τρεις φορές, μιλήσαμε με εγκάρδιο τρόπο.
Μπορείς να βγάλεις το παιδί μέσα από τη χώρα του, αλίμονο όμως, δεν μπορείς να βγάλεις τη χώρα μέσα από το παιδί. Υπήρχε ένας τοίχος που χώριζε ''εμάς'' από τους ''άλλους''. Εγώ ήμουν προφανώς από τη μεριά των ''άλλων''. Αυτό τον τοίχο τον βρήκε ήδη υψωμένο, ο ίδιος άνθρωπος με τον οποίο περάσαμε μαζί καλά σε μια γιορτή ξένη σχεδόν το ίδιο και για τους δυο, οπού δεχθήκαμε την απλόχερη καλοσύνη αγνώστων. Ήταν αυτός ο τοίχος που με κράτησε απέξω από τη γιορτή του Σαμπάτ. Δεν έκανε πολλά να τον χαμηλώσει. Ο καινούργιος συμπαθής φίλος μου, κριτικός απέναντι στην εβραϊκή θρησκευτική παράδοση, αποδείχθηκε λιγότερο αποστασιοποιημένος από ότι φαινόταν, αφού ένιωθε την ανάγκη πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά από τη Γη της Επαγγελίας, να γιορτάσει με τους ομόθρησκους του και μόνο,για να συνεχιστεί η παράδοση αιώνων.
Ο μαντρότοιχος είχε σπασμένα μπουκάλια τσιμεντωμένα στην κορυφή του.